Μάριαν Φέιθφουλ (1946-2025): She Walks in Beauty

Σφοδρή απώλεια μια εκλεκτής της γενιάς του ’60 που χαρακτήρισε μια εποχή, έφτασε στο χείλος της αυτοεξαφάνισης και αναγεννήθηκε ουσιαστικά κατά την δεκαετία του ’80 χαρίζοντας έκτοτε μια σειρά παρουσιών που κοσμεί πρωτίστως την Μουσική.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Μάριαν Φέιθφουλ (1946-2025): She Walks in Beauty

Έμελλε να είναι τόσο σκληρός, σε ότι αφορά τις καλλιτεχνικές απώλειες, ο Ιανουάριος του 2025. Και αυτή είναι μια από εκείνες τις φορές που παρότι όχι απροετοίμαστος (άλλωστε η Φέιθφουλ αρίθμησε πολλές περιπτώσεις που ξεγέλασε τον Θάνατο) συλλαμβάνεσαι κάπως ανήμπορος μιας και οι συνδέσεις με τους ήχους και τους συνειρμούς μιας ζωής είναι πολλές.

Η Φέιθφουλ έχει πολλές όψεις. Υπήρξε από πολύ νωρίς Μούσα της έκρηξης του British invasion στο ροκ εν ρολ του ’60, αφού συνδέθηκε ερωτικά με τον Μικ Τζάγκερ. Δεν παρέλειψε συχνά να είναι η ίδια εκφραστής της έμπνευσης που γέννησε, έμπνευσης ορμητικά νεανικής και βασανιστικά μελαγχολικής εξαρχής. Σημείωσε ποπ επιτυχίες, προεξάρχοντος του κλασικού As Tears Goes By, και στο Ηνωμένο Βασίλειο (άρα σε όλη την ηπειρωτική Ευρώπη) και στις ΗΠΑ και ταυτίστηκε ραγδαία με την baby boomer εικόνα του sex drugs and rock ‘n roll, τριπτύχου που ενσάρκωνε γοητευτικά κι αποκαρδιωτικά συνάμα για αρκετά χρόνια. Γοητευτικά, μιας και υπήρξε ένα ατρόμητο σύμβολο χειραφέτησης, διαλύοντας πράγματι μεταπολεμικές καθεστωτικές όψεις του Θηλυκού, αποκαρδιωτικά διότι υπήρξε έρμαιο των ναρκωτικών που παρότι συνέβαλαν στην δημιουργική ακμή της κόντεψαν αρκετές φορές να συντομεύσουν έναν βίο που τελικά πρόλαβε να ομορφύνει τον δικό μας.

Η μουσική της διαδρομή, μακράν το σημαντικότερο κομμάτι της συνεισφοράς της, ανήκουν σε ένα άλλο κείμενο. Ωστόσο θα αφήσουμε ορισμένα πετράδια στο διάβα του κειμένου, έτσι να βρουν τον δρόμο τους οι ενδιαφερόμενοι και να συντροφεύονται οι λάτρεις. Yπέγραψε πάντως δυο ντουζίνες δίσκους, από τα μέσα του ’60, μετά (με ένα απίστευτο κενό 10+ χρόνων) από τα τέλη του ’70 και εντεύθεν. Μια προσωπική εκτίμηση είναι ότι από τα τέλη του ’80 μέχρι πριν λίγο καιρό η δισκογραφία της είναι αδιάλειπτα συναρπαστική. (Σε μια επιπρόσθετα δηλητηριώδη νότα συνδέεται με τον Ντέιβιντ Λιντς, εκτός του ότι είναι και οι δύο γεννημένοι το μαγικό 1946, μέσω Άντζελο Μπανταλαμέντι και ενός κορυφαίου δίσκου της  - “A Secret Life”, 1995.)

Την αναγνώρισε και την χρειάστηκε αμέσως το Θέαμα. Την βρήκε πρώτος ο Γκοντάρ – σιγά μην έχανε την ευκαιρία. Είναι ως MF στο Made in USA – εδώ πάλι το συμβολικό As Tears Go By σε ένα καφέ από εκείνα που τριγύριζε νεαρή τραγουδώντας. Ξανασυναντά την Καρίνα την επόμενη χρονιά στο «Anna». Την ίδια χρονιά, το 1967, βρίσκεται σε ένα τρελό απότοκο των swinging ‘60s, το «I’ll Never Forget What’sisname» του Μάικλ Γουίνερ που μετά πήρε άλλον δρόμο. Και βέβαια το ’68 είναι «Το Κορίτσι με την Μοτοσικλέτα», με κοτζάμ Ντελόν ξοπίσω της, σε μια ταινία-φωτογραφία της εποχής της, κειμήλιο πραγματικό, άνευ κινηματογραφικής αξίας, μυθώδους σημασίας γενικώς.

Την ίδια περίοδο η Φέιθφουλ είναι και στο θέατρο, μεταξύ άλλων παίζει, γράφανε, μια Οφηλία σπουδαία στον Άμλετ του Βάρδου, με πρωταγωνιστή τον Νικόλ Γουίλιαμσον. Πώς το κατάφερνε, ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενα της ήταν τέρμα στην ηρωίνη αυτή ξέρει. Είναι μια εποχή που όσο σημαδεύει τα πεπραγμένα της, άλλο τόσο υποδαυλίζει μια εικόνα που πάντοτε τα μίντια θα γράπωναν αρπακτικά. Δεν βοηθούσαν tabloid συλλήψεις/φωτογραφήσεις σε σπίτια ρόκερς με αυτήν ολόγυμνη μέσα σε γούνες και χαυνωμένη από λογιών υπερδόσεις. Δεν βοηθούσε ότι ήταν ήδη μάνα (δεκτόν, δεν διέπρεπε στον ρόλο τότε) και ουδέποτε «ο πολύς ο κόσμος» δέχτηκε τέτοιου είδους…υπερβάσεις, κατά τις οποίες η διασημότητα έκανε όλα εκείνα που αυτός ονειρευόταν με μάτια διάπλατα κλειστά. Η σύλληψη όμως εκείνη έκανε καλό στον Τζάγκερ και διέσυρε το όνομά της. Ο ρόκερ ήταν μάγκας, η Μούσα του τσούλα.

Το ’70 έμπαινε με μια «βεβαιότητα Amy Winehouse», όπως θα την λέγαμε σήμερα, ότι σύντομα θα βρεθεί νεκρή. Παράτησε τον Τζάγκερ για άλλον, έχασε την κηδεμονία του γιου της, κι επιδόθηκε σε μια αβυσαλλέα βύθιση στα ναρκωτικά. Έμενε στους δρόμους του Σόχο, χωρίς στέγη και δουλειά, χωρίς έργο, χωρίς λεφτά, βασισμένη (όπως θα έλεγε αργότερα) σε μια αποκαλυπτική «καλοσύνη των ξένων». Και κάπου στα τέλη του ’70 άρχισε, θαυματουργά, να κάνει δίσκους. Αλλιώτικη, όχι ακόμα μεταμορφωμένη, συλλήψεις, ναρκωτικά και ξεπεσμός υπήρχε διάσπαρτος ακόμα, κάπως δημιουργική ξανά, με μια φωνή φορτωμένη πια παντοτινές ρυτίδες κι ένα βάσανο που την έκανε έκτοτε στοιχειωτική. Από εδώ και μπρος, αν και οι ιστορίες δεν λείπουν ποτέ, η διαδρομή της ορίζεται πάνω στην δισκογραφία της. Στα μέσα του ’80 μπορεί να πει κανείς άφηνε έναν κόσμο πίσω της, «καθάριζε». Στην φωνή της θα αποτυπωνόταν η απομυθοποίηση μιας εποχής της οποίας κάποιοι συγχέουν εξωραϊστικά την δημιουργικότητα με την λάμψη. Η Φέιθφουλ είχε επιστρέψει από την Κόλαση – και η φωνή της ήταν εκεί να πιστοποιήσει τι πραγματικά είχε μεσολαβήσει.

Όσο θα περνούσαν τα χρόνια τόσο κάποιες σποραδικές εμφανίσεις τον Κινηματογράφο θα σημειώνονταν. Κυρίως ταινίες δικές της, «περιθωριακές» («Shopping», «Moondance»), ενίοτε όμως και κάποιες που είχαν mainstream φιλοδοξία και απέτυχαν παταγωδώς («Crimetime»).  Στα ‘00ς είναι στο «Παρίσι Σ’ Αγαπώ» (στο εδάφιο του Γκας Βαν Σαντ), είναι και Μαρία Θηρεσία στην «Μαρία Αντουανέτα» της Σοφία Κόπολα. Υπήρχε, άραγε, μια κρουστή ειρωνεία όταν η Μάριαν, στη γραμμή του «ευγενούς» αίματος του Αυστριακού Λεοπόλδου βον Σάχερ Μαζόχ (που έγραψε το «Venus in Furs», που αντήχησε στο άσμα ασμάτων των Velvet Underground, με τον οποίον Λου Ριντ η Μαριάν κάποτε συνεργάστηκε, όλα ενώνονται γλυκά), υποδυόταν μια ηγεμόνα των Αψβούργων; Υπήρχε.

Η ταινία της να αγαπάς ήρθε το 2007, το λησμονημένο «Irina Palm», η κριτική το έχασε, ο κόσμος δεν το είδε ποτέ. Στον ρόλο μιας μεσήλικης χήρας με οικονομικά προβλήματα που χρειάζεται χρήματα να βοηθήσει το εγγόνι της, για να καταλήξει σε… χειραντλήσεις στο Soho, η Μάριαν έβρισκε έναν συμβολικό ρόλο, καθαρτήριο μέσω μυθοπλασίας. Έβρισκε και μια αναγνώριση για το τι ηθοποιός μπορούσε να είναι. Άλλωστε στην σκηνή δεν ήταν απλά ερμηνεύτρια, όπως τάχιστα ο Τύπος το θέλει για να δηλώσει σεβασμό, ήταν απλά ο εαυτός της.

Σκληρός αλήθεια ο αποχαιρετισμός της. Είναι κομμάτι της ζωής μας, είναι σύμβολο των χρόνων της αλλά καθρέφτης και των δικών μας. Φεύγοντας κλείνει τις παρενθέσεις, σε κάνει να κοιτάζεσαι και στον καθρέφτη. Σου ζητά όμως και να στραφείς εκ νέου στην τέχνη της, στην γαλήνη μιας αδιαίρετης δημιουργικότητας, της πορείας προς μια κάποια ομορφιά. She walked in beauty, πράγματι, όπως ο Μπάιρον (συνοδεία Γουόρεν Έλις) πίσω στο 2021 ευλόγησε. Και, όπως πρέπει στην Ομορφιά, δεν είναι πάντοτε άμεσα, ή καθολικά, αναγνωρίσιμη. Είναι όμως πάντοτε, τελικά, συντριπτική.

Το σινεμά ως μέσο αφύπνισης: Μια συνέντευξη με την πολυσυζητημένη δημιουργό του «Απρίλη»«Τα Φώτα της Πόλης»: Ορίζοντας την ρομαντική κωμωδία