Ο Σταύρος Τσιώλης «κολυμπά» με τις ταινίες και τους δημιουργούς που αγαπά

Το 1991 το Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ ζήτησε από τον Σταύρο Τσιώλη να επιλέξει τις ταινίες που τον σημάδεψαν. Ο αγαπητός δημιουργός προτίμησε να μην ακολουθήσει τη γραμμή και αποτύπωσε με το εντελώς προσωπικό του ύφος την περιπέτεια της επιλογής και την ποιητική νοσταλγία της μεγάλης Έβδομης Τέχνης. 

Ο Σταύρος Τσιώλης «κολυμπά» με τις ταινίες και τους δημιουργούς που αγαπά

Σαν σήμερα το 2019 «έφυγε» ο αγαπητός μας Σταύρος Τσιώλης. Ακολουθεί ένα αντίο με συνοδεία την τρυφερότητα της γραφής του.

(κεντρική φωτογραφία: Κατερίνα Σαμαρτζή / FOSPHOTOS)

----------------------------

Οι φίλοι του ΣΙΝΕΜΑ με κάλεσαν να γράψω ένα μικρό κείμενο για πέντε ταινίες, λέει, από τον κινηματογράφο όλων των εποχών, ταινίες που αγάπησα ή μίσησα,  που με επηρέασαν κλπ.  Στην αρχή χάρηκα «Τώρα θα δεις», είπα. Σε λίγο παραμιλούσα.  Έχασα τον ύπνο μου, παρουσίασα συμπτώματα πνιγμού, χτυπούσε το τηλέφωνο και άνοιγα την πόρτα.

Το πρωί αποκοιμήθηκα στην κουπαστή. Ταξιδέψαμε με καΐκι. Φορούσα το σκάφανδρο και τις μπουκάλες του οξυγόνου. Αισθανόμουν περήφανος ως δύτης, αλλά φοβισμένος ως στεργιανός. Οι φίλοι μου με έσπρωξαν στη θάλασσα. «Ό,τι βγάλεις», μου φώναξαν.  Ένα υγρό με σκέπασε, σκέφτηκα με τρόμο τους καρχαρίες, τη νόσο των δυτών, τις ιστορίες για σειρήνες που κρατούν ανθρώπους αιχμαλώτους στις μαγικές πολιτείες των βυθών. Τελευταία σκέφτηκα τη ζωή μου που δεν πρόλαβα να την τελειώσω και την κόρη μου που έμενε χωρίς προστάτη.  Το σκοτάδι ήταν αδιαπέραστο και άκουσα φωνές φαλαινών, γνώριμες από τα ντοκιμαντέρ της τηλεόρασης.

 Άρχισα να κλαίω. «Μα γιατί κλαίτε;». «Κλαίω, κε Κίτον», λέω ξαφνιασμένος, «διότι άφησα κορίτσι ανύπαντρο». «Αφού είναι κορίτσι, θα τα καταφέρει» , μου λέει εκείνος. Πρώτη φορά τον βλέπω χαμογελαστό. Φωνάζει τους κ.κ. Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χάρντι, οι οποίοι με υποδέχονται και μου φέρνουν αμέσως καφεδάκι και γλυκό κουταλιού από εκλεκτά θαλασσινά. Ο κ. Σταν μου κάνει κόλπα με τ’ αυτιά του κι εγώ γελάω.

«Είστε καλά τώρα» λέει ο κ. Χάρι Λάνγκτον και χαϊδεύει το σκάφανδρο. Πιο πέρα, ο κ. Ντράγιερ, ο κ. Ροσελίνι και ο κ. Ταρκόφσκι με κοιτάζουν με συμπάθεια. Υποκλίνομαι και ανταποδίδω τον χαιρετισμό. «Τι κάνει επάνω ο κόσμος, κ. Τσιώλη;». Στρέφω. Σ’ ένα τραπεζάκι κάθεται ο κ. Μπουνιουέλ και έχει ανοιγμένες μια στοίβα εφημερίδες. «Πως με γνωρίζετε εσείς, κ . Μπουνιουέλ;» λέω. «Βλέπω εδώ τη φωτογραφία σας», μου λέει. «Στην πραγματικότητα είστε καλύτερος». «Ευχαριστώ πολύ», του λέω κι εγώ με θέρμη. «Δεν πρέπει πλέον να εμπιστευόμαστε τις στιγμιαίες φωτογραφίες. Κάποτε βγάζαμε εβδομαδιαίες κ. Λουίς και οι φωτογράφοι ήταν καλλιτέχνες». 

Με πλησιάζει ο κ. Όζου, ο κ. Γιαμαμότο και ο κ. Μιζογκούτσι. Κόβονται τα πόδια μου από τη συγκίνηση. «Τι κάνει ο Ακίρα;», ρωτάει με λαχτάρα ο κ. Γιαμαμότο. «Γύρισε Τα Όνειρα» απαντώ. «Ακόμα κάνει ταινίες;», απορεί ο κ. Μιζογκούτσι. «Μα εσείς κάνατε 230 ταινίες», λέω με όλο το σεβασμό. Ο κ. Όζου χαμογελάει. «Ήταν άλλα χρόνια τότε», λέει.

Από μακριά φτάνει τρέχοντας ο Σταύρος Τορνές. Αγκαλιαζόμαστε. «Που οφείλουμε την τιμή της επισκέψεώς σας;», ακούω μια ζεστή φωνή. Στρέφω και μένω ξερός. Είναι ο κ. Τζον Φορντ παρέα με τον κ. Ρόμπερτ Ρόσεν και τους κ.κ. Σερκ, Τουρνέρ και Ρέι. «Κύριε Τζον Φορντ», κατορθώνει να βγει η φωνή μου, «μ’ έστειλαν φίλοι από την Αθήνα για να διαλέξω πέντε ταινίες του κινηματογράφου». Βάζουν όλοι τα γέλια και η παρουσία μου εκεί αποκτά ενδιαφέρον. 

Στα μάτια όλων διακρίνω μια συμπάθεια. «Και τι σκέφτεστε να κάνετε;», μου λέει ο κ. Χάρολντ Λόιντ, που έχει φτάσει προσφάτως κι αυτός. «Δεν ξέρω», λέω. «Δεν ξέρω, κ . Λόιντ. Σας αγαπώ όλους. Πολλές φορές αναρωτιέμαι πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς το έργο σας». «Μην το λέτε αυτό», μου λέει ο κ. Τριφό. «Η ζωή είναι από μόνη της ενδιαφέρουσα. Είστε Έλληνας, έπρεπε να το ξέρετε». «Μάλιστα κ. Φρανσουά», λέω. «Βλασφήμησα και συγχωρήστε με. Ήθελα να πω μόνο πως η ζωή μας επάνω έγινε πιο μηχανιστική, επικαλύφθηκε από μία γνώση που εξάγεται από κομπιούτερ και στατιστική. Ο κινηματογράφος κατασκευάζεται στα εργαστήρια. Αν πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε, η Γερτρούδη δεν έχει πλέον θέση στον κόσμο, οι ευγενείς γονείς του κ. Όζου δεν ταξιδεύουν στο Τόκιο, η Λίλιθ είναι μία ουτοπία, η Καρκαλού μια άχρηστη μνήμη». «Γιατί απελπίζεστε;», με παρατηρεί αυστηρά ο κ. Τσάπλιν. «Αυτό συνέβαινε πάντα». «Ο κινηματογραφιστής δε χάνει το θάρρος του», συμπληρώνει ο κ. Στροχάιμ. «Και τι θα κάνετε τώρα; Τι θα διαλέξετε;», με ρωτάει με φανερή ικανοποίηση ο κ. Όρσον Γουέλς.

Τα ‘χω χαμένα. Φοβισμένος, αρχίζω να κλαίω σιγανά σαν παιδί που το μαλώσανε. Τρέχει κοντά μου η κ. Μέριλιν Μονρό και με παίρνει στην αγκαλιά της. Μια θαλπωρή τυλίγει όλο μου το σώμα. «Μην τον μαλώνετε», τους λέει. «Κλαίει, δεν το βλέπετε;». «Κλαίει, αλλά ήρθε να διαλέξει», λέει αυστηρά ο κ. Γκρίφιθ, που κάθεται με τον κ. Αϊζενστάιν σε ένα παγκάκι. Χώνομαι πιο βαθιά στην αγκαλιά της κ. Μονρό. «Κυρία Μονρό...»,της ψιθυρίζω. «Δεν θα διαλέξω. Ο κινηματογράφος είναι έργο αδιαχώριστο. Και η αλήθεια του είναι η ζωή που δεν μπορεί να μετατραπεί σε γνώση. Ο πολιτισμός και η μνήμη μας». Τα γλυκά της μάτια με κοιτάζουν με συγκίνηση. Σηκώνει το κεφάλι της. «Δε θα διαλέξει κύριοι», λέει. Και μεταφέρει ακριβώς όσα είπα. Γίνεται σιγή.

Η ματιά του κ. Πιερ Πάολο Παζολίνι καταλαγιάζει την αγωνία μου. Αθόρυβα με πλησιάζει ο κ. Χίτσκοκ. «Πρέπει να φύγετε», μου ψιθυρίζει. «Έμεινε ελάχιστο οξυγόνο στις μπουκάλες». «Σας ευχαριστώ κύριε Χίτσκοκ», του λέω. Η κ. Μονρό με φιλάει από το τζάμι του σκάφανδρου, «αντίο» μου λέει και τα μάτια της έχουν υγρανθεί. «Δεν θέλω να φύγω τώρα που σας γνώρισα», της λέω. «Πρέπει, πρέπει», μου απαντά εκείνη φοβισμένη. Ο Σταύρος με παίρνει από το χέρι, με ανασηκώνει και , με τη βοήθεια του κ. Τσαρλς Λότον, με πετάει προς τα πάνω. «Αντίο», μου φωνάζει. «Χαιρετισμούς στα παιδιά και στη Σαρλότ».

Ανεβαίνω. Κάτω φωτεινός ακόμα, ο κόσμος των δημιουργών μας. Το οξυγόνο έχει πράγματι λιγοστέψει και όσο ανεβαίνω πνίγομαι. «Τσιώλη… Τσιώλη...», ακούω σπαρακτικές φωνές. Το νερό έχει γίνει θολό και μόλις διακρίνω τον Τάκη Κανελλόπουλο που μου φωνάζει με υψωμένα χέρια. Είναι αργά. Ανεβαίνω προς τη ζωή. Αναπνέω το τελευταίο οξυγόνο και στ’ αυτιά μου φτάνουν γνώριμες, θλιμμένες φωνές των φαλαινών.

Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, #11 (Μάρτιος 1991)