Η «Λούλα LeBlanc» του Στέργιου Πάσχου είναι μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της πρόσφατης μνήμης. Ένα κινηματογραφικό απόσταγμα δυο κόσμων, της εφηβείας και των γηρατειών, που συγγενεύουν όσο τρυφερά απομακρύνονται. Διαβάστε τη γνώμη μας για την ταινία εδώ.
Μετά την πρεμιέρα της στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η ταινία κυκλοφορεί αποκλειστικά στο Cinobo Πατησίων με ένα φροντισμένο προγραμματισμό ειδικών προβολών. Εσείς δεν έχετε παρά να διαβάσετε τη συνέντευξη του δημιουργού της και να αναζητήσετε το συναισθηματικό της ψίθυρο στην αίθουσα.
Η «Λούλα LeBlanc» είναι η τρίτη σου μεγάλου μήκους, μία ταινία για τη μνήμη του έρωτα, μέσα από ένα πολύ τρυφερό και ρομαντικό θα έλεγα φίλτρο. Πως προέκυψε η ιδέα πίσω από το σενάριο, τι ήταν αυτό που σε έκανε να θες να πας γύρισμα;
Ωραία, θα τα πιάσω ένα-ένα τα ερωτήματα. Σε σχέση με τη μνήμη που είπες. Ναι, καταλαβαίνω αυτό που λες για τη μνήμη του έρωτα. Ο έρωτας, όμως, μπορεί να είναι πολλά πράγματα. Μπορεί να είναι έρωτας για τη ζωή, απλώς όταν ερωτευόμαστε ένα άτομο τα πράγματα γίνονται πιο οξυμένα, οπότε πιο καθαρά. Ενεργοποιούνται όλες οι αισθήσεις και είναι κάτι μοναδικό που αξίζει να το ζήσεις. Παράλληλα νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις για τη μνήμη χωρίς να μιλήσεις για την απώλεια. Στην ταινία υπάρχει μία ανάμνηση, κάτι που ολοκληρώθηκε, έφυγε, έσβησε ή είναι παρελθόν. Ακριβώς, όπως συμβαίνει και στις ταινίες. Ουσιαστικά βλέπουμε τις αναμνήσεις κάποιου από το γύρισμα. Πάντα. Ακόμα και στην πιο αποτυχημένη ταινία, αυτό είναι εκεί.
Μιλάς για τις ταινίες ως στιγμές μέσα στον χρόνο.
Ναι, είναι κάτι συνυφασμένο με το μέσο. Το μέσο ουσιαστικά συναρμόζει τις αναμνήσεις από το γύρισμα στο μοντάζ. Είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Από τη στιγμή που με ενδιαφέρει ο κινηματογράφος δεν γίνεται να μη με ενδιαφέρει και η μνήμη. Δεν γίνεται αλλιώς. Και πάντα ήθελα να κάνω μια ταινία γι' αυτό. Κυρίως σε σχέση με την απώλεια. Σχετικά πρόσφατα κατάλαβα πως κάθε ταινία που κάνω με έναν τρόπο προσεγγίζει την απώλεια. Όχι απαραίτητα ενός προσώπου, αλλά γενικότερα.
Για την «Λούλα LeBlanc» συνεργαστήκαμε με την Αντζελίκα Κατσά στο σενάριο. Η ιδέα του πρώτου μέρους ήρθε από εκείνη, ήταν μία δική της ιστορία. Όταν την άκουσα, ήξερα πως αυτή η ιδέα θα γίνει ταινία και μάλιστα σύντομα. Είναι κάποιες ιδέες που τις ερωτεύεσαι και αυτή ήταν μια τέτοια ιδέα. Απελευθερωτική, μπορώ να πω, γιατί μερικές φορές είναι καλό σε αυτό το επίπεδο του σπέρματος, να μην ξεκινάνε τα πράγματα από ‘σένα γιατί μπορείς να πεις μέσα κάπως πιο λυμένος. Πολλές φορές τα πράγματα που είναι πολύ κοντά σε σένα αποδεικνύονται και πιο δύσκολα για να τα αφηγηθείς. Όταν έχεις απόσταση μπορεί να αφήνεις εκεί τον εαυτό σου ελεύθερο. Συνεργαστήκαμε πολύ ωραία με την Αντζελίκα.
Πιστεύεις πως ολοκληρώνεται με την ταινία μία άτυπη τριλογία μετά τον συναισθηματικό αυθορμητισμό του «Αφτερλωβ» και την ερωτική εμμονή του «Τελευταίου Ταξιτζή»;
Σίγουρα. Δεν θα έλεγα όμως ότι είναι τριλογία, αλλά τετραλογία! Στις 15 Μαρτίου έχουμε πρεμιέρα το «Πέστε, ο πόθος πού φυτρώνει;» στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, ένα πορτρέτο του Γιώργου Πανουσόπουλου. Είναι κάτι που ήθελα πολύ να το κάνω, ο μεγάλος ερωτικός του Πανουσόπουλου. Εφόσον ξέρεις το έργο του, θα ξέρεις ότι είναι η μοναδική περίπτωση κινηματογραφιστή που έχει απεικονίσει έτσι τον έρωτα. Ο Πανουσόπουλος έχει απεικονίσει τη χαρά και το εύρος του έρωτα, χωρίς ποτέ να γίνεται φτηνός, χωρίς ποτέ να γίνεται πορνογραφικός, χωρίς ποτέ - ειδικά στις πρώτες του ταινίες - να χρειάζεται εμπόδιο ή οτιδήποτε. Είναι μια εξέγερση του έρωτα με έναν τρόπο. Ο Γιώργος τώρα είναι πολύ μεγάλος, είναι σε μια άλλη ηλικία, οπότε έχει πολύ ενδιαφέρον το να συζητάς μαζί του για τη ζωή τώρα και να το αντιπαραβάλλεις με το έργο του που σφύζει από έρωτα και από ζωντάνια. Στην ταινία μιλάμε κυρίως για το πρώτο κομμάτι του, από το «Ταξίδι του Μέλιτος» μέχρι το «Μ’ Αγαπάς». Οπότε ναι, η τετραλογία κλείνει με ένα ντοκιμαντέρ.
Η έφηβη Μαργαρίτα και ο ηλικιωμένος Αλέκος έχουν προφανώς δυο πολύ ξεχωριστούς τρόπους αντίληψης, οι αποσκευές της ζωής τους έχουν άλλο φορτίο. Ποια στοιχεία της Μαργαρίτας κουβαλάς ως ανάμνηση της δικής σου εφηβείας και πόσο κοντά αρχιζεις να νιώθεις με τον Αλέκο στην πάροδο των χρόνων;
Είμαι περίπου στη μέση. Νομίζω πως αυτά τα δύο άκρα του φάσματος μοιάζουν.Το να διανύει κάποιος το τελευταίο κομμάτι της ζωής του, με το να διανύει την εφηβεία του είναι δύο μεταβάσεις πολύ σημαντικές στη ζωή ενός ανθρώπου. Επίσης και τα δύο είναι κάπως σαν αποχαιρετισμοί. Η εφηβεία είναι ένας αποχαιρετισμός στην παιδικότητα και το άλλο κομμάτι είναι ένας αποχαιρετισμός στη νιότη. Με κάποιο τρόπο όμως κάτι χάνεις και εκεί, κάτι πρέπει να αφήσεις πίσω για να δεις τον εαυτό σου με διαφορετικά μάτια και να πας παρακάτω.
Βρίσκω, λοιπόν, ότι όσο κι αν μοιάζουν διαφορετικά, αυτές οι δύο περίοδοι έχουν πολλά κοινά. Είναι ενδεικτικό πως πολλές φορές τα μικρά παιδιά, αλλά και μερικοί έφηβοι, έχουν καλύτερη σχέση με τους ηλικιωμένους παρά με τους μεσήλικες που βρίσκονται σε μία τελείως διαφορετική φάση ζωής, μάλλον πιο πεζή. Μπορώ να το καταλάβω, γιατί είναι δύο φάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου που για εντελώς διαφορετικούς λόγους, υπάρχει άλλη αίσθηση του χρόνου. Όταν είσαι έφηβος ή μαθητής, έξω από την αγορά εργασίας, όταν δεν τρέχεις ή δεν έχει δικά σου παιδιά, μπορείς να αγνοήσεις τις υποχρεώσεις σου και να εξερευνήσεις τη ζωή πιο ενεργητικά. Ασφαλώς και υπάρχουν ηλικιωμένοι άνθρωποι που είναι πολύ δραστήριοι, αλλά όταν είσαι νέος έχεις την πολυτέλεια του χρόνου και της σκέψης. Μπορείς να δώσεις χρόνο στα πράγματα, γιατί ο χρόνος σου δεν είναι μετρημένος, έχει περιθώρια. Τα παιδιά, οι έφηβοι, οι ηλικιωμένοι έχουν χρόνο να αφιερώσουν ο ένας στον άλλο. Άλλωστε ζούμε σε μια χώρα που πολύ συχνά τα παιδιά μεγαλώνουν με παππούδες και γιαγιάδες, τους έχουν σαν δεύτερους γονείς. Πολλές φορές και καλύτερα από γονείς. Αυτός ο οικογενειακός ιστός, με τα κακά που μπορεί να έχει, είναι τόσο ισχυρός που με έναν τρόπο μας βοηθάει ακόμα και να αναπαραγόμαστε. Αν δεν υπήρχε αυτό, δεν ξέρω πώς θα τα καταφέρναμε.
Στην ταινία υπάρχουν δυο ευδιάκριτες γιορτές, η καθεμία με την δική της προσδοκία, αλλά και υφέρπουσα μελαγχολία. Μίλησέ μου λίγο για την προσέγγισή σου στα δυο αυτά πάρτι. Το ένα οφείλει να είναι νεανικό, αλλά επικρατεί μία θλίψη. Από την άλλη, το γενέθλιο πάρτι των ηλικιωμένων, έχει άλλη ζωντάνια.
Ναι, φαίνεται αντιφατικό αλλά δεν πιστεύω ότι είναι. Εγώ δεν θυμάμαι καθόλου την εφηβεία μου ως μια περίοδο χαράς και ζωντάνιας. Θυμάμαι να υπάρχει ενέργεια, αλλά θυμάμαι και πάρα πολύ θλίψη. Θυμάμαι βαρεμάρα. Ξέρεις, οι έφηβοι βαριούνται πολύ. Τους ακούς συχνά να λένε «τι να κάνω, να εδώ βαριέμαι». Αυτό το «να εδώ βαριέμαι» είναι πολύ κλασικό. Μετά δεν έχεις την πολυτέλεια να το πεις. Στην εφηβεία σου έχεις την πολυτέλεια να βαριέσαι, είσαι κάπως αλαζόνας απέναντι στον χρόνο. Επίσης οι έφηβοι πενθούν, γι' αυτό φοράνε συνέχεια μαύρα. Δεν είναι εύκολο να είσαι ένα παιδί ή έφηβος. Αντιμετωπίζεις τόσες αλλαγές, ακόμα και σωματικά. Όλο αυτό είναι βίαιο. Αρχίζεις να συνειδητοποιείς τι είναι ο κόσμος, ενδεχομένως αποκαθηλώνεις τους γονείς σου, αυτούς που μέχρι τότε ήταν τα πάντα για σένα. Αρχίζεις να βλέπεις ότι είναι και αυτοί οι άνθρωποι με ελαττώματα. Υπάρχει θυμός. Όταν απεικονίζονται οι έφηβοι ως άτομα στην τσίτα εξυπηρετούν μία κλισέ αντίληψη, όχι πραγματική. Με τον ίδιο τρόπο που κάποιος πάει να μιλήσει σε ένα παιδί και αλλάζει τη φωνή του, ενώ το παιδί μιλάει πολύ σοβαρά. Στην πραγματικότητα είναι σαν να κοροϊδεύεις το παιδί. Οφείλεις να του μιλήσεις όπως σε έναν κανονικό άνθρωπο που απλώς είναι μικρός.
Το ανάποδο νομίζω πως ισχύει για τους ηλικιωμένους. Μετά τη συναναστροφή μου μαζί τους, μου έδειξαν πως συνήθως δεν έχουν φρένα. Λένε ακριβώς αυτό που σκέφτονται. Δεν τους νοιάζει πια να φανούν συμπαθείς. Χάνουν φίλους, χάνουν γυναίκες, χάνουν παιδιά, χάνουν σωματικές ικανότητες. Σηκώνονται από το κρεβάτι και πονάνε. Μαθαίνεις την αλήθεια από τους ανθρώπους που είναι μιας ηλικίας γιατί δεν φοβούνται να χάσουν τίποτα. Λένε αυτό που σκέφτονται. Και αυτό πάρα πολλές φορές έχει πλάκα, γιατί η πλάκα πηγάζει από την ειλικρίνεια. Η σοβαροφάνεια είναι συνυφασμένη με μία κοινωνική μάσκα που μας κάνει πιο διπλωμάτες για διάφορους λόγους. Εκεί δυστυχώς το χιούμορ εξαφανίζεται.
Μετά τον Τελευταίο Ταξιτζή, δείχνεις κι εδώ πως σε σαγηνεύει η νύχτα. Σχεδόν όλη η ταινία διαδραματίζεται κατά την διάρκεια διαφορετικών νυχτών. Νιώθεις πως οι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι και ίσως πιο αυθεντικοί στο σκοτάδι;
Σίγουρα. Λέει κάτι πολύ ωραίο ο Άκης Σακελλαρίου στον «Εργένη» του Παναγιωτόπουλου, σε μία από τις πιο ωραίες σκηνές που έχει κάνει. Λέει κάποια στιγμή ότι δεν κυκλοφορώ τη μέρα. Δεν μ' αρέσει η μέρα, μ' αρέσει η νύχτα. Γιατί τη νύχτα οι άνθρωποι βγαίνουν για άλλους σκοπούς, πιο ιδιωτικούς. Και είναι αλήθεια ότι για να βγεις νύχτα από το σπίτι σου αν δεν είσαι νυχτοφύλακας ή μπάρμαν, βγαίνεις επειδή το επιθυμείς. Να επισκεφτείς έναν φίλο, να πιεις ένα ποτό, να κάνεις μια βόλτα για να φύγει η ένταση της μέρας, να πας στην κοπέλα ή το αγόρι σου ή επειδή έχεις θυμό. Οπότε, η νύχτα όντως έχει μια διαφορετική ενέργεια από την ημέρα. Κάποια πράγματα είναι αφόρητα να τα κάνεις τη νύχτα. Νιώθεις πολύ μίζερος. Άλλα είναι πολύ δύσκολα να συμβούν την ημέρα.
Οι άνθρωποι λειτουργούν διαφορετικά όταν πέσει το φως. Κάτι σε μαλακώνει, κάτι ανοίγει, κάτι γίνεται πιο ευάλωτο. Εμένα, ναι, με γοητεύει.
Καταφέρνεις και αποσπάς εξαιρετικές ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών με τους οποίους συνεργάζεσαι. Πώς δουλέψατε τους χαρακτήρες με τον Θανάση Παπαγεωργίου, τη Μισέλ Βάλεϊ, που κάνουν σπουδαία εμφάνιση, τη νεαρή Δανάη Νίλσεν; Επίσης θέλω να μου μιλήσεις για τον υποτιμημένο Τάκη Βαμβακίδη, πως έγινε το κάστινγκ, στην ταινία παραδίδει μία μοναδική ερμηνεία.
Χαίρομαι που σ' αρέσει και που το ακούω αυτό γενικά. Τόσο για τους υπόλοιπους ηθοποιούς, όσο και για τον Τάκη. Το πιστεύω κι εγώ αυτό.
Όχι, δεν είχα κανέναν στο μυαλό μου. Νομίζω πως από το «Άφτερλωβ» και μετά δεν έχει ξανασυμβεί να γράψω κάτι έχοντας κατά νου συγκεκριμένα πρόσωπα. Γράφω και μετά ψάχνω να βρω τους ανθρώπους που θα το ενσαρκώσουν. Σ’ αυτό παίζει σημαντικό ρόλο η συνεργασία που έχεις με τους υπεύθυνους του κάστινγκ. Στην «Λούλα» είχαμε δύο πολύ καλούς casting directors, την Σοφία Δημοπούλου και τον Φραγκίσκο Ξυδιανό, που βοήθησαν τρομερά. Αν επιλέξεις τους σωστούς ανθρώπους, πίστεψε με, η μισή δουλειά έχει γίνει μπορεί. Μπορεί και παραπάνω από τη μισή γιατί το σινεμά σε μεγάλο βαθμό είναι μία σύνθεση προσωπικοτήτων, άσχετα με το τι έχει να ερμηνεύσει ο καθένας. Και αυτά τα πράγματα τα διαισθάνεσαι. Ο Χέρτζογκ λέει ότι αν δεν μπορείς να πεις τι έχει στην καρδιά του ένας άνθρωπος μη γίνεις σκηνοθέτης. Όταν συναντάς κάποιον, τον αφουγκράζεσαι. Αν γίνει κάποιο λάθος εκεί, δύσκολα ανατρέπεται, την έχεις βάψει.
Στην ταινία νιώθω πως ήμασταν πολύ τυχεροί και στο κάστινγκ των εφήβων γιατί κανένα από τα παιδιά δεν ήταν επαγγελματίας ηθοποιός, με εξαίρεση τον Γιώργο Ζιάκα. Την Δανάη την βρήκαμε μέσω κάστινγκ. Επίσης για τους μεγαλύτερους σε ηλικία, έπρεπε να βρούμε ανθρώπους που να μην έχουν καλουπωθεί, να έχουν ενέργεια και να αντέξουν τα πολύωρα γυρίσματα. Τα νυχτερινά μας γυρίσματά τελείωναν πέντε η ώρα το πρωί. Τους επέλεξα ξεχωριστά και μετά όταν βρεθήκαμε για μια πρώτη συνάντηση όλοι μαζί συνειδητοποίησα πως σχεδόν όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους. Κάποιοι ήταν μάλιστα και πολύ φίλοι! Και σκέφτηκα κοίτα να δεις, αυτό είναι ένα θετικό σημάδι, υπάρχει μια μαγιά εδώ.
Τώρα για τον Τάκη. Ήθελα πολύ αυτή τη φάτσα στην ταινία, θεωρούσα ότι ταιριάζει στον ρόλο. Επικοινώνησα μαζί του, πήγαμε για έναν καφέ και διαπίστωσα πως όχι μόνο μπορεί να αποκριθεί, αλλά θα φέρει και πολλά περισσότερα πράγματα στον ρόλο. Και το έκανε. Τι να πω για τον απίστευτο Θανάση Παπαγεωργίου; Μπορεί να μη μιλάει καν και να συλλάβει τα πάντα με το βλέμμα του. Η συγκέντρωσή του στην δουλειά είναι αξιομνημόνευτη. Την τελευταία σκηνή στο αμάξι, που εν μέρει έχει αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα πάνω στους άξονες που είχαμε θέσει, την πήγε μόνος του μέσα σε δυο λήψεις. Σε ηλικία 83-84 ετών, έφευγε με το αυτοκίνητό του τα ξημερώματα από το γύρισμα και μας χαιρετούσε όλο χαρά. Ήταν ένα μάθημα ζωής για όλους εμάς.
Η Μισέλ απ' την άλλη έχει δει και αγαπάει τόσο πολύ το σινεμά, που - ειλικρινά σου μιλάω - όταν την κινηματογραφούσαμε νόμιζα πως από κάπου βλέπει το μόνιτορ. Ήξερε ακριβώς τι γράφει η κάμερα και πώς μια μικρή σπασμωδική κίνηση του προσώπου της θα φέρει μία άλλη έκφραση στο φως. Ήταν μαγικό. Συνεννοηθήκαμε σχεδόν με τα μάτια, είπαμε ελάχιστα πράγματα για τον ρόλο. Δεν χρειαζόταν. Και τώρα αναφέρω κάποιους από τους βασικούς για να μην τους πιάσουμε έναν-έναν.
Η ταινία γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας. Πόσο πιστεύεις πως ωφέλησε το γύρισμα και τη μεταξύ σας σχέση; Το ρωτάω γιατί ως συνθήκη θα μπορούσε να λειτουργήσει έκρυθμα ή συνδετικά.
Ήταν πολύ συνδετική. Ήταν δύσκολη κυρίως για τον διευθυντή παραγωγής, εξαιτίας της γραφειοκρατίας, αλλά ξέρεις κάτι; Γυρίζαμε την ταινία σε μία πόλη άδεια, σαν να μην υπήρχε κανείς. Όλα ήταν σιωπηλά. Ένιωθες πως κάτι σημαντικό γίνεται. Ένιωθες επίσης σαν παιδί. Οι μεγάλοι κοιμούνται και εμείς εδώ κάνουμε σκανταλιές. Το γύρισμα στη θάλασσα ήταν μοναδικό, δεν νομίζω πως θα το ξαναζήσουμε. Ήταν μία πολύ ευτυχής συγκυρία.
Από τις συνθέσεις του Γιάννη Βεσλεμέ, μέχρι και το «Και η Βάρκα γύρισε μόνη» του Τώνη Μαρούδα, η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στην ταινία, στην ανάπτυξη και στην έκφραση των συναισθημάτων των χαρακτήρων. Πώς δουλέψατε με τον Γιάννη και πόσο εύκολα ή όχι καταλήξατε στο τραγούδι της Λούλας;
Θα σε διορθώσω εδώ, γιατί όλοι μπερδεύονται επειδή τα τραγούδια μοιάζουν με έναν τρόπο.
Για πες μου.
Το τραγούδι του Μαρούδα ακούγεται στο πρώτο μέρος, αλλά στο δεύτερο η Λούλα ερμηνεύει ένα άλλο. Δεν ξέρω πως λέγεται, ήξερα σίγουρα πως ήθελα να τραγουδήσει. Για ‘μένα η ταινία είναι ένα κρυμμένο μιούζικαλ, ένα μιούζικαλ δωματίου. Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο και πολλά πράγματα είναι καθαρά ρυθμός εκεί μέσα. Ήθελα, λοιπόν, στην κορύφωσή της να έρθει ένα τραγούδι ακαπέλα. Το θέμα ήταν ποιο τραγούδι.
Η μία σκέψη ήταν να πει το τραγούδι του Μαρούδα, αλλά εγώ ήθελα ιδανικά ένα «χαμένο» τραγούδι, ένα τραγούδι που δεν υπάρχει. Αυτό, όμως, θα έπρεπε να το γράψει κάποιος και δεν ξέρω πώς θα γινόταν κάτι τέτοιο. Η Κοραχάη, που υποδύεται την εγγονή της Λούλας, μου μίλησε τότε για τη γιαγιά της που ήξερε από πάντα ένα τραγούδι, αυτό που ακούγεται τελικά στην ταινία. Προσπαθήσαμε να μάθουμε πως λέγεται, να πάρω τα δικαιώματα, το ψάξαμε πολύ! Με shazam, με τους στίχους στο ίντερνετ, δεν μπορούσα να βρω τίποτα. Κατέληξα πως είναι ένα τραγούδι που για κάποιο λόγο αυτή η γυναίκα το ξέρει από προφορική παράδοση και το τραγουδάει με συγκεκριμένο τρόπο. Θέλω να πω πως δεν ξέρουμε αν καλά-καλά αυτή είναι η σωστή μελωδία. Χρησιμοποιήσαμε αυτό το τραγούδι, λοιπόν. Και να σου πω κι αυτό, τη γιαγιά της Κοραχάη τη λένε Λούλα και προς τιμή της είπαμε τον χαρακτήρα έτσι. Δεν ήταν στα χαρτιά από την αρχή δηλαδή.
Καταπληκτική ιστορία! Ξαφνικά η πραγματικότητα και η συγκυρία μεταμόρφωσε κάτι πολύ ουσιαστικό στην ταινία.
Και τώρα αυτό το τραγούδι θα μείνει αθάνατο. Γενικά επιδιώκω αυτά τα πράγματα. Το τι θα φέρουν οι ηθοποιοί στο γύρισμα, μία ιστορία ενός φίλου, μικρές λεπτομέρειες που δεν υπολογίζεις. Μία φίλη μου, που τη λένε Μαρίνα, είχε μία ωραία ιδέα για το κάστινγκ της ταινίας, που τελικά δεν προχώρησε. Βάφτισα όμως τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Τάκης Βαμβακίδης «Μαρίνο» προς τιμήν της. Μ' αρέσουν αυτά, γιατί πιστεύω ότι όλες οι μυθοπλασίες σε μεγάλο βαθμό είναι ντοκιμαντέρ και όλα τα ντοκιμαντέρ - άσχετα με το τι λένε - σε μεγάλο βαθμό είναι μυθοπλασίες. Όσο μεγαλώνω, προετοιμάζομαι όλο και λιγότερο για τα πράγματα ώστε να δω τι θα φέρει η στιγμή στο εδώ και τώρα.
Το παρόν, το παρελθόν, η μνήμη και τα θραύσματά της, η επιθυμία και η φθαρτότητα, έχουν εμπνεύσει πολλούς δημιουργούς στο σινεμά. Από τον Ταρκόφσκι και τον Μισέλ Γκοντρί μέχρι τον Αλέν Ρενέ, τον Μπέργκμαν και τον Νόλαν. Ποιες κινηματογραφικές αναμνήσεις τους είναι αυτές που δεν θα ήθελες να διαγραφούν από τη δική σου μνήμη;
Θυμάμαι να βλέπω πολύ μικρός το «A Summer's Tale» του Ερίκ Ρομέρ στην ΕΡΤ. Δεν είχα ιδέα τι είναι και ευτυχώς το είχα πετύχει μόλις είχε αρχίσει. Είχα μαγευτεί. Δεν ήξερα τι είναι αυτό. Πολλά χρόνια αργότερα, βασικά πέρσι, το είδα ξανά. Φοβόμουν μην το ξαναδώ και χαθεί αυτή η αίσθηση. Φοβόμουν μήπως η ταινία δεν είναι τόσο καλή όσο τη θυμάμαι.Τελικά είναι τόσο καλή όσο τη θυμάμαι (γέλια). Αλλά ήταν μία μαγική βραδιά για μένα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Το να ανακαλύπτω αυτή την ταινία.
Το ίδιο ισχύει με το «Suspiria» του Αρτζέντο και με το «Αυτή η Νύχτα Μένει» του Παναγιωτόπουλου. Αυτή η ταινία σηματοδοτεί κάτι για ‘μένα. Ήμουν τρίτη γυμνασίου και δεν ήξερα τι είναι το ελληνικό σινεμά. Πίστευα πως υπήρχε μονάχα ο Φίνος, οι βιντεοταινίες, το «Safe Sex» και γνώριζα τον Αγγελόπουλο μόνο ως όνομα. Θεωρούσα δηλαδή ότι το να κάνεις κινηματογράφο είναι κάτι μακρινό, κάτι που γίνεται στην Αμερική και όχι στην Ελλάδα. Πίστευα πως δεν γίνεται κάτι στην Ελλάδα που να με αφορά.
Και ξαφνικά βγαίνει αυτή η ταινία που με είχε ενθουσιάσει ήδη από το το τρέιλερ. Εννοείται πως έπρεπε να την περιμένω σε βιντεοκασέτα για να τη δω. Έπαθα εμμονή, την είδα δέκα φορές. Ήταν η πρώτη χαραμάδα που άνοιξε, σκέφτηκα πως αυτή η ταινία με αφορά και είναι ελληνική. Άρα μπορώ ίσως και εγώ. Μέχρι τότε σκεφτόμουν ότι μάλλον το σινεμά είναι ένα άπιαστο όνειρο. Μετά, εξαιτίας της ταινίας του Παναγιωτόπουλου, έπεσα πάνω στον Νικολαΐδη και είδα τα «Κουρέλια Τραγουδάνε Ακόμα». Μου πήρε μία εβδομάδα να καταλάβω τι είχα δει. Την πρώτη φορά που το είδα, πρέπει να σου ομολογήσω, πως την κορόιδευα. Ήταν τόσο μεγάλο το σοκ που πήρα μια απόσταση. Έπειτα άρχισα να μιλάω σε φίλους γι’ αυτήν και κάποια στιγμή γυρνάει ένας και μου λέει «ρε Πάσχο, τόσο που μιλάς γι’ αυτήν θα είναι μάλλον καλή ταινία». Όντως, δεν γίνεται να μιλάς τόσο πολύ για μία ταινία και να μην σε αφορά. Προβληματίστηκα, δεν ήταν εύκολο στα 15 μου να την προσλάβω, την ξαναείδα και τότε την ερωτεύτηκα. Τότε πήρα και ένα καλό μάθημα, που ίσως να ισχύει για για τους κριτικούς κινηματογράφου. Πολλές φορές η πρώτη επαφή με ένα έργο δεν είναι η καλύτερη για διάφορους λόγους. Μερικές φορές κιόλας, όσο πιο μεγάλη είναι η σύνδεση, τόσο πιο μεγάλη είναι η αντίδραση. Επειδή μου έχει ξανασυμβεί με ταινίες αυτό, να μην τις εισπράττω δηλαδή άμεσα, είμαι πιο υποψιασμένος και δίνω πλέον λίγο χρόνο. Το ίδιο φυσικά ισχύει και ανάποδα. Να ενθουσιαστείς με κάτι, να το δεις ξανά και να έχει ξεφουσκώσει.
Δεν θα ξεχάσω όταν ανακάλυψα όλο το έργο του Παναγιωτόπουλου, του Πανουσόπουλου, του Νικολαΐδη. Κατάφερα να γνωρίσω και τους τρεις, να μιλήσω μαζί τους. Ο Νικολαΐδης ήταν ο πρώτος που γνώρισα και μάλιστα με θράσος. Στα 19 μου τον πήρα τηλέφωνο και του είπα πως θέλω να τον συναντήσω γιατί σκέφτομαι να παρατήσω τις σπουδές μου και να ασχοληθώ με το σινεμά. Και αυτός με δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Θυμάμαι επίσης την πρώτη φορά που είδα το «8 1/2» του Φελίνι στην αίθουσα. Βγήκα έξω και δεν το πίστευα, είχα μεθύσει.
Είσαι ενεργό κομμάτι μιας γενιάς που αντιμάχεται τις εγχώριες αντιξοότητες για να κάνει σινεμά και το αναφέρω γιατί δεν νομίζω πως μπορείς να βιοπορίζεσαι απ’ αυτό. Πώς αξιολογείς τα πράγματα σήμερα, στην μετά covid εποχή, με έναν καινούργιο φορέα και το πάγιο αίτημα των κινηματογραφιστών για οικονομική ενίσχυση. Επίσης πόσο κατασταλτικά μπορούν να λειτουργούν όλα αυτά για έναν δημιουργό;
Σίγουρα είναι δύσκολα. Έχουμε παράδοση δυσκολιών στη χώρα, έχουμε παράδοση στο να χάνουμε σκηνοθέτες και άλλους καλλιτέχνες. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να συνδυάσει κανείς για να αλλάξει κάτι και να έχει διάρκεια. Πάρε για παράδειγμα τον «Φόβο» του Κώστα Μανουσάκη, την τρίτη ταινία ενός ανθρώπου στη νιότη του. Αυτός ο άνθρωπος έζησε άλλα 40-45 χρόνια και δεν ξανάκανε ταινία ενώ ήθελε σαν τρελός. Είναι ενδεικτικό του πόσο η Ελλάδα φτύνει τους καλλιτέχνες, του πόσο έτοιμοι είναι οι άνθρωποι είτε να τους κατασπαράξουν, είτε να τους μειώσουν, είτε να αδιαφορήσουν γι’ αυτούς. Μπορώ να σου πω άπειρα παραδείγματα.
Ο Νικολαΐδης αντιμετώπισε στον καιρό του πολλά προβλήματα: με την κριτική, με τους φορείς, με το Κέντρο, με τους διανομείς. Παρά τα προβλήματα, για διάφορους λόγους - ενδεχομένως χαρακτήρα - είχε το τσαγανό και το θράσος να αφήσει ένα έργο. Αν με ρωτάς όχι το έργο ακριβώς που ήθελε, γιατί είμαι σε θέση να το γνωρίζω αυτό. Ξέρω δηλαδή πως ποτέ δεν έκανε μια ταινία όπως την ήθελε και όπως την ονειρευόταν. Έκανε πάντως αυτές τις οχτώ ταινίες.
Το παράδειγμα του Μανουσάκη το φέρνω ως πιο τραγικό, γιατί χάσαμε τα έργα. Είμαι σίγουρος ότι ο Παπατάκης θα ήθελε να είχε γυρίσει κι άλλες ταινίες στην Ελλάδα. Οι ελληνικές ταινίες του, κατά τη γνώμη μου, είναι απείρως ανώτερες από τις γαλλικές παρότι δεν είχε ζήσει πολύ εδώ. Είχε κάνει δύο αριστουργήματα, μπορούσε να είχε κάνει πέντε. Και αυτά θα έμεναν στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας. Θα μου πεις ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτά, από τη στιγμή που και οι δυο ταινίες του Παπατάκη προβάλλονται μέσα από ιδιωτικές, κυρίως, πρωτοβουλίες. Η Ταινιοθήκη οφείλει να φροντίζει αυτό το αρχείο και να το κρατά ζωντανό στη ζωή μας, όπως συμβαίνει με τις ταινίες της Φίνος που μας έχουν βγει απ' τα αυτιά. Τι λέω τώρα, ψιλά γράμματα…
Τα λέω όλα αυτά και μετά σκέφτεσαι πως σκοτώθηκαν πριν δυο χρόνια στα Τέμπη όλοι αυτοί οι άνθρωποι και φαίνεται πως η ιστορία βρωμάει από παντού. Με θράσος προσπαθούν να πείσουν ότι δεν έγινε τίποτα ή ότι αυτό ήταν απλώς ένα λάθος και τίποτα άλλο. Θα ασχοληθούμε με την Ταινιοθήκη;
Το ακούω αυτό, αλλά από την άλλη τα πράγματα είναι αλληλένδετα. Το ένα είναι δείκτης για κάτι άλλο. Πρέπει να εκπαιδεύεις έναν λαό, πως του φέρεσαι, τι τον ταΐζεις. Η έκπτωση στην αισθητική θα έρθει και από μια έκπτωση ηθική, αργά ή γρήγορα. Τα πράγματα δεν είναι απλώς γούστο, καλό ή κακό. Η φτηνή ψυχαγωγία, η φτηνή αφήγηση απευθύνεται σε χαμηλότερα ένστικτα. Χρησιμοποιεί τα κλισέ για να κάνει τον θεατή να νιώθει έξυπνος, του δείχνει πράγματα που έχει προβλέψει για να νιώθει καλά στην πολυθρόνα του. Αυτό, όμως, δεν δημιουργεί κριτκή σκέψη. Όταν μειώνεις το συναίσθημα του έρωτα σε καψούρα, τότε ο άλλος θα ερωτευτεί έτσι και θα πιστεύει πως έχει αυτό το δικαίωμα πάνω στη σύντροφό του. Τα κακά ή τα κακά της κουλτούρας που αναπαράγεται μέσα σε ένα έθνος, θα τα δεις σε βάθος χρόνου. Δεν είναι ότι κάποιος πεθαίνει εδώ και τώρα, άρα χρειάζεται αίμα. Η ζημιά γίνεται τώρα και το αποτέλεσμά της θα το δεις σε τριάντα χρόνια. Και τότε θα είναι αργά. Όπως ένα δάσος, δύσκολα γίνεται, εύκολα καίγεται.
Η ιστορία μας δεν είναι μόνο το αίμα που χύθηκε, αλλά και οι μεγάλες ανακαλύψεις. Τα μεγάλα έργα Τέχνης. Κάποιος σκέφτεται για παράδειγμα τη Ρωσία, θέλει να πάει στη Ρωσία και την αγαπά μέσα από τα έργα των Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ και πάει λέγοντας… Το πνεύμα μιας εποχής αποκρυσταλλώνεται μέσα από τους ανθρώπους που την έζησαν και μπόρεσαν να το εκφράσουν καλύτερα τότε. Ο καλλιτέχνης βγαίνει μέσα από την εποχή ή θάβεται στην εποχή.
Και εσύ Στέργιο, τώρα με ποια ευθύνη προχωράς απέναντι σ’ αυτό;
Με την ευθύνη που μου αναλογεί.