Στίβεν Σόντερμπεργκ: Τα γενέθλια μιας ιδιοφυίας

Μπορεί ο χαρακτηρισμός να φαίνεται υπερβολικός, δεν είναι όμως αν τον απαλλάξεις από την «υποχρεωτική» ιεράρχηση του ιδιοφυούς σαν κορυφαίου. Δεν είναι. Όπως κι ο Στίβεν Σόντερμπεργκ, 56, ένας εξαιρετικά άνισος σκηνοθέτης, στον οποίον όμως δεν μπορείς να αρνηθείς τόσο την σημασία του για το αμερικάνικο σινεμά, όσο και το ότι γεννήθηκε να είναι κινηματογραφιστής

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Στίβεν Σόντερμπεργκ: Τα γενέθλια μιας ιδιοφυίας

Όταν ο Σόντερμπεργκ κέρδιζε στα 26 του τον Χρυσό Φοίνικα Σκηνοθεσία στις Κάννες, δεν γινόταν απλά ο νεότερος στην ιστορία του θεσμού: Καλημέριζε τον κινηματογραφικό κόσμο ένα αυθεντικό enfant terrible, ένας πληθωρικός σινεμάνθρωπος, με λιγότερη διάνοια απ' τον Γουέλς και χαμηλότερο Εγώ από τον Κόπολα (γι' αυτό ίσως και ποτέ δεν έκανε ταινίες ανάλογου μεγέθους) που είχε γεννηθεί για να κάνει αυτή τη δουλειά.

Έκτοτε η υπόσχεση τηρήθηκε, με το παραπάνω. Ο Σόντερμπεργκ είναι σκηνοθέτης δεκάδων ταινιών, παραγωγός άλλων τόσων, φωτογράφος των ταινιών του, μοντέρ τους τις περισσότερες φορές, συγγραφέας τους συχνά -μια φορά ακόμα και ηθοποιός τους! -, έχει τρεις υποψηφιότητες για όσκαρ εκ των οποίων οι δύο σκηνοθετικές είναι την ίδια χρονιά (!), έχει άπειρες φεστιβαλικές παρουσίες και υποψηφιότητες και κατορθώνει επί 30 ολόκληρα χρόνια να κάνει ένα σινεμά που άλλοτε είναι το όνειρο της βιομηχανίας (και φέρνει δισεκατομμύρια) κι άλλοτε είναι ο παράδεισος του καλλιτέχνη, συνδυάζοντας πράγματα φύσει αταίριαστα μ' έναν μοναχικό, ατρόμητο και ιδεολογικό τρόπο ως προς το πως εννοεί τον σκηνοθέτη.

Ο Σόντερμπεργκ έχει φέρει τη νουβέλ βάγκ στο Χόλιγουντ, έχει υποχρεώσει το κοινό να γουστάρει τους οπτικούς, ηχητικούς και μονταζικούς πειραματισμούς τους, έχει δημιουργήσει καριέρες (Κλούνεϊ, Ντέιμον του χρωστάνε πολλά), έχει κάνει την Τζούλια Ρόμπερτς (που πήρε μ' αυτόν σκηνοθέτη το Όσκαρ της) να πει «ό,τι μου ζητήσει θα το κάνω, αρκεί να κινηματογραφεί αυτός», έχει σταθεί ολομόναχος σ' ένα δικό του πόντιουμ διευθύνοντας την καλύτερη απάντηση στην χολιγουντιανή μεγαλοεταιρικότητα.

Αν υστερεί σε κάτι είναι στο καλλιτεχνικό έρμα. Ερωτευμένος με το σινεμά, την εικόνα και την διαδικασία της φιλμοκατασκευής, ο Σόντερμπεργκ μοιάζει συχνά ένας άδειος συναισθηματικά σκηνοθέτης, χωρίς συγκεκριμένο όραμα και βάρος. Αν και το σινεμά του αποπνέει μια χαρακτηριστική ατμόσφαιρα και σκέψη πάνω σε πολλά θέματα, η έλλειψη συναισθήματος ή η χαρακτηριστική εγκεφαλικότητα της κατασκευής καθιστά δύσκολο να συνδεθείς συναισθηματικά με το σινεμά του. 

Ιδού έξι ταινίες που βρίσκουν, κατά την γνώμη μας, τον Στίβεν Σόντερμπεργκ στις καλύτερες και πιο ενδιαφέρουσες στιγμές του.

«Σεξ, Ψέματα και Βιντεοταινίες» (1989)

Για πολλούς ό,τι κοντύτερο στο «αριστούργημα» του, η ταινία που έδωσε ώθηση στο ανεξάρτητο αμερικάνικο μιας γενιάς που βολόδερνε πριν από αυτό, το βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών. Μια μελέτη πάνω στην όψη και το περιεχόμενο της σχέσης μιας γενιάς με τον εαυτό της, το σεξ, τις νευρώσεις και τον υπόλοιπο κόσμο, ένα μετερίζι κανονικό στο οποίο στάθηκαν ο Σπέιντερ, η Μακ Ντάουελ, ο Γκάλαχερ και Σαν Τζιάκομο για να κάνουν καριέρες, ένα αντίδοτο στην υψηλή μεσαία τάξη του Γούντι Άλεν αλλά και μια τέλεια καλημέρα του Σόντερμπεργκ σ' έναν κόσμο χολιγουντιανό που ήθελε (ακόμα θέλει) να αλλάξει. Εδώ μια φορά, τα κατάφερε.

«Ο Εγγλέζος» (1999)

Περνάει σχεδόν μια δεκαετία, η υπόσχεση μένει για πολλούς ανεκπλήρωτη, όμως ο Στίβεν Σόνερμπεργκ μαθαίνει. Τα «ως που», τα «επικίνδυνα» τα «απαγορευμένα». Κι αφού κάνει το «Εκτός Ελέγχου» την προηγούμενη χρονιά που τον φορμάρει σ' ένα στυλ σινεμά που θα βασίσει την εμπορικότητά του στην συνέχεια, παραδίδει και τούτο εδώ, ένα κόσμημα ύφους κι τρόπου, μια κινηματογραφικά διαβασμένη, προσωποπαγή γκανγκστερική ταινία που όσο αντλεί από τη μαύρη λογοτεχνία του '50 τόσο αποθέτει στη ρετρό αναβίωση που το Χόλιγουντ πάντα ανατρέχει με προσμονή.

«Traffic» (2000)

Έναν χρόνο μετά, ο Σόντερμπεργκ δουλεύει με ρυθμούς που άλλοι θα ζαλίζονταν και θα 'πεφταν κάτω και παραδίδει την «Έριν Μπρόκοβιτς» και αυτό εδώ. Παίρνει υποψηφιότητα για Όσκαρ σκηνοθεσίας ΚΑΙ με τα δύο, κερδίζει όμως με αυτό, το καλύτερο, το τέλεια κατασκευασμένο, το σημείο αναφοράς στο πως μπορεί να στηθεί φιλμικά μια πολυπρόσωπη σπουδή μιας διαδικασίας και των ολέθριων προσωπικών συνεπειών της. Κρύος μεν αλλά αυτό ενίοτε είναι και καλό και στο «Traffic» είναι περίπου αψεγάδιαστο.

«Solaris» (2002)

Μια βαθιά και μεγάλη ανατριχίλα διαπέρασε το δέρμα και την ψυχή της παλαιοκριτικής όταν ακούστηκε πως ο Σόντερμπεργκ θα ακουμπούσε ιερό κείμενο του σινεμά. Το «Σολάρις» του Λεμ και του Ταρκόφσκι εδώ έγινε αυτό που έπρεπε να γίνει από τον καλλιτέχνη που το έκανε και για το κοινό που απευθύνθηκε. Μια απλή ταινία, ανακουφισμένη από βάρη που δεν μπορούσε (και δεν ήθελε) να κουβαλήσει, ελεύθερη από μεταφυσική στόχευση και ανάσα, ολοκληρωτικά ταγμένη στην απελπισία της απώλειας, στο ανεπούλωτο συναίσθημα της (καταθλιπτικής) μνήμης του αγαπημένου. Από τις εκκεντρικές στιγμές του Σόντερμπεργκ αυτή είναι η πιο ισορροπημένη και η πιο συγκινητική.

«Η Συμμορία των Δώδεκα» (2004)

Το 2001 ο Σόντερμπεργκ παρουσιάζει το δικό του Ocean's (μετά το κλασικό με τον Σινάτρα και το rat pack του 1960), μαζεύει όλους του τους λαμπερούς αγαπημένους και μας χαζεύει και με το καστ αλλά και με την απίστευτη, ρυθμική και καλοπερασάδικη τεχνική του. Όλα είναι ωραία, όμως το δεύτερο παίρνει τον αέρα του από Ευρώπη, κλέβει τις μουσικές της, έχει την Κάθριν Ζέτα Τζόουνς, τον Μπρους Γουίλις και τα λέιζερ του Κασέλ, βάζει και μια αδιόρατη μελαγχολία περασμένων στο αμετανόητο feel good του.

«Behind the Candelabra» (2013)

Αυτή θα ήταν ο αποχαιρετισμός του σκηνοθέτη στο σινεμά και μια βιομηχανία που του ήταν αβάσταχτη πια, φυσικά δεν είναι δυνατόν να κρατηθεί αυτός ο άνθρωπος μακριά από το σινεμά, μέχρι και δικό του cut στην «Πύλη της Δύσεως» του Τσιμίνο έχει φτιάξει, λίγους μήνες μετά θα έπιανε πάλι δουλειά. Και αυτό εδώ, που φτιάχτηκε αρχικά για το σινεμά (όλοι το έβρισκαν όμως «πολύ gay» για αίθουσα -και δεν το χρηματοδοτούσαν- τελικά παίχτηκε στο HBO αλλά μετά βγήκε και στις αίθουσες γιατί παραήταν καλό!), η ιστορία του πιανίστα-είδωλο Λιμπεράτσε και του εραστή του, ήταν μια (ακόμα) άψογη άσκηση στο ύφος και στο ρυθμό για τον Σόντερμπεργκ, που ενδιαμέσως ξαναέδειχνε τι καλός και τολμηρός ηθοποιός είναι ο Μάικλ Ντάγκλας (πήρε εδώ την δεύτερη από τις τρεις ερμηνευτικές Χρυσές Σφαίρες του) και εμμέσως έδειχνε πως μπορείς να δείξεις μια «σόκιν» ιστορία τόσο σωστά που να τη βλέπει κι η μαμά σου που αγαπούσε τον Λιμπεράτσε κι είχε κι όλους τους δίσκους του.