[Κριτική] Eίδαμε τα πρώτα επεισόδια της 5ης σεζόν του «Stranger Things»

Επιστροφή στο Χόκινς με το πρώτο πακέτο επεισοδίων του μεγάλου φινάλε μιας σειράς-φαινόμενο και τον καλό μας Φρανκ Ντάραμποντ να περνάει πίσω από τον φακό μετά από χρόνια αποχής για να σκηνοθετήσει το καλύτερο εκ των τεσσάρων επεισοδίων.

Aπό τον Γιάννη Βασιλείου
[Κριτική] Eίδαμε τα πρώτα επεισόδια της 5ης σεζόν του «Stranger Things»

Aκόμα και οι λιγοστοί θεατές που είχε τύχει να παρακολουθήσουν το «Hidden» (2015), ένα συμπαθές θριλεράκι με αναπάντεχο twist, τον καιρό εκείνο δύσκολα θα είχαν συγκρατήσει το όνομα των αδερφών Ντάφερ, οι οποίοι το 2016 ανέλαβαν τα ηνία μίας από τις δεκάδες σειρές που χρηματοδοτούσε κάθε χρόνο το Netflix, προκειμένου να διευρύνει τον original κατάλογό του και να μπορέσει να παραμείνει ανταγωνιστικό μπρος στην διαφαινόμενη απειλή της μαζικής απόσυρσης τίτλων από αντίπαλα στούντιο, η οποία, στην πραγματικότητα, ποτέ δεν εκπληρώθηκε. Δίχως ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες, τον Iούλιο του 2016 το «Stranger Things ανέβηκε στην πλατφόρμα του Netflx – δεν ήταν καν στις σειρές που το γραφείο τύπου είχε ξεχωρίσει στο σχετικό δελτίο του. Κι έπειτα συνέβη κάτι αναπάντεχο. Με τα κινηματογραφικά μπλοκμπάστερ εκείνου του καλοκαιριού να μοιράζουν απογοητεύσεις δεξιά κι αριστερά, η σειρά ξεδίψασε το κοινό που αναζητούσε καλή αποδραστική μυθοπλασία. Έτυχε (;) και να συγχρονιστεί με μια εποχή όπου η ποπ κουλτούρα είχε αρχίσει να στρέφει το βλέμμα στα (κινηματογραφικά, μουσικά κι ενδυματολογικά) ‘80s και έτσι άγγιξε ύψη δημοφιλίας τα οποία η πλατφόρμα ως τότε μονο με το «House of Cards» είχε δει- αλλά όχι σε τέτοια μεγέθη.

Συνδυάζοντας το (προ)εφηβικό θέαμα, τον τρόμο και τη φαντασία με εκείνο τον μοναδικό τρόπο της Amblin, αφομοιώνοντας οργανικά τις αναφορές στα ‘80s και αξιοποιώντας το synth score των Κάιλ Ντίξον και Μάικλ Στάιν, η σειρά παρέμεινε στην επικαιρότητα μέχρι τα Χριστούγεννα εκείνου του έτους- το διάσημο, πια, εύρημα με τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια ήταν καταλυτικός παράγοντας-, έκανε τους ανηλίκους πρωταγωνιστές της σταρ σε μια νύχτα και ξεσήκωσε παλλαϊκή απαίτηση για συνέχεια. Ο συνδυασμός νοσταλγίας για τους μεγαλύτερους, με την εφαρμογή μιας δοκιμασμένης κι αλάνθαστης –όταν εκτελεστεί σωστά- συνταγής που, σε μια νεότερη γενιά θεατών φάνηκε φρέσκος, αποδείχτηκε για ακόμα μια φορά ακαταμάχητος.

Από τότε το φαινόμενο του «Stranger Things» γιγαντώθηκε, έχοντας προσθέσει άλλες τρεις σεζόν, ένα θεατρικό υπερθέαμα στο West End σε σκηνοθεσία Στίβεν Ντάλτρι – υπάρχει μια αναφορά εκεί σε ένα από τα επεισόδια της τρέχουσας σεζόν- αλλά και κάθε λογής συμπληρωματικό προϊόν, από κουκλάκια μέχρι μαξιλάρες. Οι Ντάφερ έχτισαν σιγά σιγά ολόκληρη μυθολογία γύρω από τα «παράξενα πράγματα» που λαμβάνουν χώρα στην κωμόπολη του Χόκινς, την οποία οι φαν σκαλίζουν με πάθος χαρτοπαίχτη, καβγαδίζοντας, παράλληλα, σε ήπιους τόνους για το ποιος είναι ο «καλύτερος» χαρακτήρας. Αυτό, μοιραία, επηρέασε τον τρόπο της σειράς. Το μεθοδικό και υπομονετικό χτίσιμο της συμπαγούς '80s φούσκας, με την επακόλουθη πριμοδότηση της ατμόσφαιρας, θυσιάστηκαν και η αφήγηση έγινε λιγότερο στοχευμένη. Δεδομένου πως κάθε αγαπημένος χαρακτήρας των φαν έπρεπε να αποκτήσει τη δική του υποπλοκή και να πάρει τον χώρο και τον χρόνο του μέσα στα (υπερμεγέθη, κάποτε και ανοικονόμητα) επεισόδια κάθε σεζόν, η αφηγηματική αιτιοκρατία επλήγη και το fan service διογκώθηκε. Δεν είναι απαραίτητα αρνητική εξέλιξη αυτή, εξαρτάται από το πώς το βλέπει ο καθένας. (SPOILER ALERT) Σε μια επανεμφάνιση χαρακτήρα στο τέλος του τρίτου επεισοδίου αυτής της πέμπτης σεζόν, ο υπογράφων αντέδρασε με απάθεια, θεωρώντας τη δεδομένη, η εντεκάχρονη βαφτισιμιά του, που έχει μεγαλύτερη συναισθηματική εμπλοκή με το lore της σειράς και μια σχετική ταύτιση με τον συγκεκριμένο χαρακτήρα, μάλλον θα πανηγυρίσει έξαλλα (SPOILER ENDS).

Η πέμπτη και τελευταία σεζόν, λοιπόν, θα χορηγηθεί με δόσεις, με την πρώτη τετράδα επεισοδίων να έχει ανέβει στην πλατφόρμα τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Επειδή μάς έχει ζητηθεί να μην προβούμε σε γενναίες αποκαλύψεις, μοιραία, θα είμαστε όσο πιο φειδωλοί και προσεκτικοί γίνεται. Το πρώτο επεισόδιο είναι αναγνωριστικό, υπενθυμίζει την κατάσταση κάθε χαρακτήρα, αλλά και σε ποιο στάδιο βρίσκονται τα σχέδια ανάσχεσης της επέλασης  του μεγάλου κακού της σειράς, του Βέκνα. Το δεύτερο συστήνει μια βασική αναφορά αυτής της σεζόν, κατά κάποιο τρόπο σχετική με το «It» του Στίβεν Κινγκ – ενδιαφέρουσα συγκυρία, αν αναλογιστεί κανείς ότι την ίδια ώρα στο αντίπαλο streaming δέος του HBO προβάλλεται το «Welcome to Derry»- ενώ το τρίτο επεισόδιο είναι μάλλον το καλύτερο αυτής της σοδειάς. Όχι τυχαία, φέρει την υπογραφή του καλού μας Φρανκ Ντάραμποντ (Τελευταία Έξοδος: Ρίτα Χέιγουορθ, Η Ομίχλη) που απείχε από τα κινηματογραφικά και τα τηλεοπτικά πράγματα από τον καιρό της πρώτης σεζόν του «Walking Dead». Ο Ντάραμποντ θυμάται τις συνεργασίες του με τον Τσακ Ράσελ στα ‘80s, τον τρίτο «Εφιάλτη στον Δρόμο με τις Λεύκες» και το «Τhe Blob» δηλαδή, κι αυτό το δημιουργικό του throwback αποδεικνύεται ευεργετικό για τους φίλους του φανταστικού.

Το στοιχείο του gore είναι κάπως ενισχυμένο: τα παιδιά μπροστά από τον φακό έχουν (παρα)μεγαλώσει, όπως και οι νεαροί φαν που μεγάλωναν μαζί με τους χαρακτήρες. Υπάρχει μια απόπειρα να «μεγαλώσει» και το θέαμα, με μια εκτεταμένη (και οπτικά «κακόφωνη») σκηνή δράσης στο τέταρτο επεισόδιο, αν και στην πραγματικότητα οι χαρές της σειράς βρίσκονται σε μικρότερες, χαριτωμένες στιγμές του χαρισματικού της καστ, όπως εκείνη η απόπειρα της Μάγια Χοκ να εξηγήσει στους νεότερους τι συμβαίνει στο «Great Escape» του Τζον Στάρτζες – να μια σινεφιλική αναφορά που λίγοι θα περίμεναν από το «Stranger Things».

Για να καθησυχάσουμε όσους, δικαιολογημένα, ανησυχούν, το (προσωρινό) φινάλε του τέταρτου επεισοδίου δεν κλείνει με cliffhanger, αλλά με μια αποκάλυψη ή μάλλον μια εξέλιξη που θα παίξει σημαντικό ρόλο στη συνέχεια. Η οποία συνέχεια, ευτυχώς, δεν θα αργήσει να έρθει: το επόμενο πακέτο επεισοδίων προστίθεται στην πλατφόρμα στις 26 Δεκεμβρίου, πάλι στις 3 τα ξημερώματα, με το μεγάλο φινάλε να έρχεται την Πρωτοχρονιά ακριβώς την ίδια ώρα. Υποψιαζόμαστε ότι τα περισσότερα εγχώρια νοικοκυριά δεν θα περάσουν τις πρώτες ώρες του νέου έτους παρακολουθώντας σε κονσέρβα δημοφιλές λαϊκό σχήμα στο Posidonio, αλλά το κλείσιμο των λογαριασμών της παλιοπαρέας με το Upside Down και τα πλάσματα που σουλατσάρουν εκεί. Κι αν σταθούν τυχεροί, δεν θα μείνουν μουσικά ανικανοποίητοι, ίσως πάρει το αυτί τους και κάτι από κλασικό ποπ και ροκ ρεπερτόριο. Θυμάστε όλοι τη φρενίτιδα με το «Running up that Hill» της Κέιτ Μπους, μετά την εύστοχη δραματουργική του χρήση στην τέταρτη σεζόν, έτσι; Ε, και να την ξεχάσατε, αυτή η πέμπτη σεζόν θα σας τη θυμίσει.

«Είμαι στα στέκια με βαμπίρς και με φαντάσματα»: Το αποτύπωμα του Γιάννη Οικονομίδη στην ποπ κουλτούρα