Γέννημα Νέα Υόρκη, εκρηκτική μακρινή καταγωγή από την Ουαλία και την Τοσκάνη και θρέμμα πολυμελούς οικογένειας (έχει οκτώ αδέλφια), η Σούζαν Σαράντον μπήκε στον κόσμο του θεάματος αφού πήρε το πτυχίο της στην Υποκριτική στις αρχές της δεκαετίας του '70. Την εποχή αυτή δεν θα έλεγες ότι την σφράγιζε αν δεν ήταν δύο έργα, ένα camp έπος και μια συμπάθεια («Ρόκι Χόρορ» και «Η Κουκλίτσα της Νέας Ορλεάνης» του Μαλ) να την βάλουν στον χάρτη με μια πινέζα πάνω για να την προσέξουμε.
Ο Μαλ, που ήταν και ο δεσμός της εκείνη την εποχή, θα της ανοίξει την δεκαετία του '80 με τον καλύτερο τρόπο στο έξοχο «Atlantic City» που αποφέρει και την πρώτη της οσκαρική υποψηφιότητα. Στην συνέχεια της δεκαετίας το πράγμα αρχίζει να ανθίζει σε ένα πιο παράλληλο κύκλωμα που κατενθουσιάζεται με το «Hunger» του Τόνι Σκοτ ανάμεσα σε Ντενέβ και Μπόουϊ, ενώ ο ερχομός των «Μαγισσών του Ίστγουϊκ» θα την βάλει ανάμεσα σε Σερ και Μισέλ Φάιφερ να διεκδικεί και να τιμωρεί τον...Διάβολο Τζακ Νίκολσον σε μια ταινία που σήμερα πια έχει μια πεντανόστιμη αντιπατριαρχική ανάγνωση δίχως ποτέ να ξεπέφτει στην θλιβερή καταγγελία.
Η μεγάλη επιτυχία του «Η Κυρία και ο Ταύρος» (1988), τώρα ανάμεσα στον καυτό τότε Κέβιν Κόστνερ και τον φρέσκο Τιμ Ρόμπινς, θα συγκεντρώσει όλα τα βλέμματα πάνω της, θα της αποφέρει μια υποψηφιότητα Χρυσής Σφαίρας, θα την ενώσει και για τα επόμενα 20 σχεδόν χρόνια με τον Ρόμπινς. Είναι η περιεκτική της σεξουαλικότητα που παντρεύει το κλασικό της σταρ άλλης εποχής με την σχετική τολμηρότητα των '80ς που θα την καθίσει στην καρέκλα μιας γυναίκας με τσαγανό, τίτλο που η Σαράντον και τιμά και υπερβαίνει.
Η δεκαετία του '90 είναι η χρονιά της επιτυχίας και της αναγνώρισης. Στο διάστημα αυτής θα συγκεντρώσει τέσσερεις οσκαρικές υποψηφιότητες («Θέλμα και Λουΐζ», «Lorenzo's Oil», «The Client», «Dead Man Walking» - το τελευταίο, που της απέφερε και το μοναδικό της ως σήμερα αγαλματίδιο, σε σκηνοθεσία του Ρόμπινς), θα κερδίσει ένα BAFTA για την ταινία του Σουμάχερ («The Client», ναι έτσι γινόταν ακόμα τότε...), θα πάρει πέντε υποψηφιότητες Σφαίρας, εν ολίγοις σε μια ηλικία που τώρα πια θεωρείται απόσυρσης αυτή ανέτελλε. Από την εποχή αυτή να θυμίσουμε το ωραιότατο «White Palace» (1990) που δεν απολαμβάνει μνείας που θα έπρεπε, το «Twilight» του Μπέντον δίπλα στον μεγάλο Νιούμαν που είμαστε κι εμείς που το αγαπάμε ενώ αναμφίβολα η δουλειά της στο «Dead Man Walking» είναι ορόσημο για την ίδια αλλά και για ένα είδος σφοδρής κι όμως λιτότατης ερμηνείας που σπανίζει τα τελευταία 50 χρόνια στο σινεμά ευρείας αναγνώρισης.
Το 2000, αντίθετα, οι καιροί αναλαμβάνουν να την εκτοπίσουν, οι ρόλοι αλλάζουν ενώ η ίδια άνετα θα στήριζε διαφορετικούς, και ενώ η δουλειά ποσοτικά παραμένει αλώβητη, η ψίχα απουσιάζει. Αν έπρεπε να σταθείς κάπου, υπό το βάρος του υποκειμενισμού πάντα, θα πρότεινα το «Igby Goes Down», το «Moonlight Mile» δίπλα στον Ντάστιν Χόφμαν και οπωσδήποτε το έξοχο «Στην Κοιλάδα του Ίλα» που, επιτέλους, της δίνει έναν μικρό αλλά γόνιμο ρόλο κοντά στον σπουδαίο (και) εδώ Τόμι Λι Τζόουνς. Ωστόσο στην δεκαετία αυτή ας σημειωθεί μισή ντουζίνα υποψηφιοτήτων για Έμμι, μιας και ο καιρός μετανάστευσης ηθοποιών στην τηλεόραση είχε έλθει.
Στην δεκαετία που διανύουμε τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα πλην πενιχρών εξαιρέσεων, αλλά έστω εξαιρέσεων, όπως το ωραίο «Arbitrage» με τον Ρίτσαρντ Γκιρ και το εκτιμητέο «Calling». Από εκεί και πέρα κι ενώ ο ρυθμός δουλειάς είναι μεγαλύτερος από ποτέ (πάνω από 25 εμφανίσεις μέχρι στιγμής μόνο στο σινεμά), η ουσία ακολουθεί την γενική γραμμή της κινηματογραφικής παραγωγής που είναι κατιούσα.
Η Σαράντον όμως είναι και μια ακτιβίστρια παλαιάς, αμετανόητης αλλά ποτέ ανόητης κοπής, απεγκλωβισμένη από το κομματικό δίπολο και ενεργή συμμετοχή σε οργανώσεις που συνδράμουν από νεαρά παιδιά ως το περιβάλλον, την τρέχουσα αυτοδιοικητική κατάσταση, την UNICEF και τα πολιτικά δικαιώματα. Παντρεύτηκε μία φορά, τον Κρις Σαράντον (ο σύντροφος του Καζάλ στη «Σκυλίσια Μέρα» και το βαμπίρ στο «Fright Night», οι φαν ξέρουν...) και στα ευτυχή 78 της εξακολουθεί να εκπέμπει ζωτικότητα και ταλέντο απείραχτα από την ιατρική επιστήμη ή τα μαζικά μίντια.
Να είναι γερή, έχει και τα μάτια της Μπέτι Ντέιβις - την οποία και υποδύθηκε για τηλεοπτική σειρά με θέμα την περίφημη κόντρα Μπέτι Ντέιβις-Τζόαν Κρόφορντ (Τζέσικα Λανγκ) την εποχή του «Τι Απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» - κερδίζοντας και υποψηφιότητες για Έμμι και Χρυσή Σφαίρα.