Πριν πέντε χρόνια το «Valse Sentimentale» ήταν η ιδανική εισαγωγή στον κόσμο του κινηματογράφου για την Κωνσταντίνα Βούλγαρη: μια ταινία προσωπική, που γυρίστηκε με τους δικούς της όρους, και απέσπασε για τη σκηνοθέτη της το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη (και για την πρωταγωνίστριά της το πρώτο βραβείο γυναικείας ερμηνείας). Έχοντας πολλές φορές εξηγήσει ότι το σινεμά για την ίδια προκύπτει από μια δημιουργική ανάγκη έκφρασης, παρά ως αυστηρά βιοποριστικό επάγγελμα, επιστρέφει σε λίγο καιρό με την δεύτερη ιστορία της, με τον τίτλο «Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους».
Και αφού θεωρεί την κινηματογραφική περιπέτεια ευκαιρία για έκφραση, η ταινία ακούγεται αν όχι ακριβώς σαν συνέχεια του «Valse» (γιατί δεν είναι) αλλά σαν ξαδερφάκι εκείνου του κόσμου, με τον οποίο μοιράζεται παρόμοιες ευαισθησίες. Αυτή τη φορά, ηρωίδα είναι μια νέα κοπέλα, γύρω στα 30, που, ενώ έχει κάνει σχετικές με την τέχνη σπουδές, επιλέγει να μην κάνει καριέρα στον καλλιτεχνικό χώρο – οι δημόσιες σχέσεις που απαιτεί μια τέτοια απόφαση «δεν είναι το φόρτε της», όπως λέει η Κωνσταντίνα Βούλγαρη. Οι γονείς της, αριστεροί, προοδευτικοί, γενιά Πολυτεχνείου, θέλουν για αυτήν μια πιο ‘τακτοποιημένη’ ζωή, ενώ ο φίλος της βρίσκεται στη φυλακή για ληστείες και συμμετοχή σε ένοπλη οργάνωση. «Οπότε βλέπουμε πώς μπορεί να βρει τη θέση της σε όλο αυτό το πράγμα: βλέπουμε στιγμιότυπα της ζωής της, τις ανάγκες της, την αναζήτησή της.»
Την ενοχλεί όταν γίνονται παραλληλισμοί ανάμεσα στην δική της ζωή και την ζωή των ηρώων που ζωντανεύει; «Επειδή δεν με ενδιαφέρει ο κινηματογράφος σαν επάγγελμα, ούτε έχω βλέψεις σε φεστιβάλ και βραβεία και τα λοιπά, με νοιάζει το κομμάτι της έκφρασης κυρίως. Οπότε προφανώς οι αγωνίες και τα ερωτήματα της ταινίας είναι δικά μου. Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι ντε και καλά η ζωή μου είναι ίδια, αλλά η ουσία και ο λόγος που γίνεται η ταινία είναι για να εκφράσω δικά μου πράγματα και αγωνίες και επιθυμίες,» εξηγεί η σκηνοθέτης.
Έχοντας πάρει έγκριση από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου από το 2009 για χρηματοδότηση που δεν ήρθε ποτέ, η Βούλγαρη ολοκλήρωσε τελικά πριν από λίγες μέρες τα γυρίσματα της ταινίας, με μικρές χορηγίες που εξασφάλισε η παραγωγή, και βασιζόμενη στην εθελοντική συμμετοχή των συνεργατών της. «Δουλέψαμε με τρομερό κέφι και προσήλωση, και όλοι δόθηκαν απίστευτα στην ταινία. Τα λεφτά έπαιξαν ρόλο μόνο επειδή δεν μπορώ να τους πληρώσω γιατί κατά τα άλλα όλοι αφοσιώθηκαν τρομερά και δεν μας έλειψε τίποτα στο δημιουργικό κομμάτι. Τα βρήκαμε όλα - εγώ ούτε μία στιγμή δεν το σκέφτηκα ότι θα το έκανα διαφορετικά, μόνο ότι δεν μπορώ να πληρώσω τον κόσμο.»
Η προσπάθεια των συντελεστών να απευθυνθούν σε πλατφόρμες χρηματοδότησης από το κοινό συνάντησε, δυστυχώς, εμπόδια: «απαγορεύεται από τον ελληνικό νόμο να ανοίξεις λογαριασμό στο Ίντερνετ και να ζητάς λεφτά για κάτι. Σε όσες τράπεζες πήγαμε μας είπαν ότι τα λεφτά θα δεσμευτούν. Ενώ δηλαδή υπάρχει ο τρόπος, η ελληνική νομοθεσία σού απαγορεύει να το κάνεις αυτό. Είναι ένας νόμος σχετικά με την επαιτεία - από τη μια πώς μπορείς να αποδείξεις ότι τα λεφτά πάνε στην ταινία και από την άλλη έχει να κάνει και με το ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Και ενώ μας είπαν ότι υπάρχει ένα παραθυράκι που μπορείς να ανοίξεις, πήραμε υπουργεία, Κέντρο Κινηματογράφου, όλους τους φορείς και κανένας επίσημα δεν μας είπε πώς μπορούμε να το κάνουμε. Η μοναδική λύση είναι να ανοίξει λογαριασμός στο εξωτερικό και μετά το ποσό να φορολογηθεί εδώ - ακόμα το ψάχνουμε.»
Την ιστορία φιλοξενούν και πάλι τα Εξάρχεια, που είχαν πρωταγωνιστήσει και στο «Valse». «Είναι μια πολύ ιδιαίτερη γειτονιά, δεν μοιάζει με καμιά άλλη. Είναι μια αστυνομοκρατούμενη περιοχή της οποίας οι κάτοικοι στην πλειοψηφία τους είναι κατά, δεν θέλουν την αστυνομία μέσα στη γειτονιά. Έχει καταλήψεις, κάνουν δράσεις. Και δεν είναι απαραίτητα άνθρωποι που ασχολούνται όλη μέρα με αυτό, αυτοί που δραστηριοποιούνται - είναι και οι υπόλοιποι που τα δέχονται και τα αγκαλιάζουν. Οπότε η ταινία έχει άμεση σχέση με αυτή τη γειτονιά, δεν θα μπορούσε να γυριστεί πουθενά αλλού. Εγώ τα αγαπάω τα Εξάρχεια, τα αισθάνομαι και σαν σπίτι μου.»
Η αμφισημία του εύστοχου τίτλου – εμπεριέχει σαρκασμό; Είναι μία ειλικρινής έκφραση θαυμασμού προς όσους ακόμα αισιοδοξούν; - είναι ενδεικτική του προβληματισμού της κεντρικής ηρωίδας. «Μου αρέσει γιατί έχει μια ειρωνεία αλλά δεν έχει κιόλας. Η ηρωίδα δεν είναι και ο πιο αισιόδοξος άνθρωπος, αλλά και γενικά και με όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή της η αισιοδοξία είναι ζητούμενο αλλά και κάτι σπάνιο. Και επειδή η ταινία τελειώνει με μια κατάληψη, στην οποία συμμετέχουν όλοι όσους έχουμε δει στην ταινία, και δείχνει ότι συλλογικά μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα, οπότε κατά κάποιον τρόπο είναι και τα δύο...»
Χριστίνα Λιάπη