«Λέω ψέματα που και που. Κι αν μερικές φορές τους λέω την αλήθεια, πάλι δεν με πιστεύουν. Οπότε προτιμώ να λέω ψέματα». Αντουάν Ντουανέλ, «Τα 400 Χτυπήματα»
Ελευθερία και αυτοδιάθεση. Δεν είναι τυχαίο πως οι τίτλοι αρχής της ταινίας του Τριφό έχουν το βλέμμα μας στραμμένο ήδη στο δρόμο. Σαν να μας έχει πάρει από το χέρι ο σκηνοθέτης για να μας βγάλει μία βόλτα στην πόλη του. Αυτή εκεί έξω, πολύβουη και ζωντανή, έτοιμη να την ανακαλύψεις. Αν και στον μικρό Αντουάν Ντουανέλ, δεν επιτρέπεται.
Βασισμένος στη φράση «faire les quatre cents coups», αναφορά στους ανυπότακτους κατοίκους της Μοντομπάν που δεν έσκυψαν το κεφάλι μετά τις 400 κανονιές του Βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ', ο Τριφό επιλέγει στην πρώτη ταινία του έναν μικρό πρωταγωνιστή που δεν παραδίνεται στον εθιμοτυπικό κανόνα, στην επιβεβλημένη συνήθεια και επιλέγει μία ατίθαση ζωή. Σιγοντάρει έτσι την ευερέθιστη αγωνία κάθε εφήβου για αλλαγή, για διάθεση ανατροπής, για αταξία. Αυτή δεν ήταν και η μαγιά της Νουβέλ Βαγκ;
Τα «400 Χτυπήματα», ντεμπούτο του «κριτικού κινηματογράφου» Φρανσουά Τριφό, κυκλοφόρησαν στις αίθουσες το 1959, έδωσαν σάρκα και οστά στο κίνημα που αργότερα θα ονομαζόταν Νουβέλ Βαγκ κι αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία του. Με διάθεση αποκοπής του δημιουργικού (ομφάλιου) λώρου από την κινηματογραφική φόρμα, ο Τριφό χαρτογραφεί εδώ τις ανάγκες ενός 12χρονου παιδιού που αλωνίζει το Παρίσι χωρίς ενήλικους δισταγμούς. Μέσα από την τρυφερή ματιά του, θέτει την κάμερα ειλικρινή καταγραφέα κι εξομολόγο του. Ο φακός δεν είναι επικριτικός, αλλά μάρτυρας του καταπιεστικού ενήλικου κόσμου.
Ο Αντουάν - ιδανικός ενσαρκωτής ο Ζαν-Πιερ Λεό στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση - είναι αποδέκτης της αδιαφορίας των γονιών του και της αυταρχικής συμπεριφοράς των δασκάλων στο σχολείο του. Το τραύμα της εφηβείας, η αδιαλλαξία του εκπαιδευτικού συστήματος, η αδράνεια της οικογένειας έρχονται σε πλήρη αντίστιξη με την λαχτάρα για ζαβολιά, τον πόθο για ελευθερία και την αγάπη για σινεμά. Εξάλλου δεν είναι παρά το alter ego του Τριφό. Ο ένας, παραμελημένος γιος σε μια πόλη όπου μπορούν να συμβούν τα πάντα, ο άλλος, ανήσυχος δημιουργός μίας τέχνης όπου μπορεί να εκφράσει τα πάντα. Διόλου τυχαία ο Ντουανέλ θα επισκεφτεί ξανά τη φιλμογραφία του Τριφό σε βάθος 20ετίας στα «Κλεμμένα Φιλιά» (1968), «Παράνομο Κρεβάτι» (1970), «Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια» (1979) και στο μικρού μήκους «Αντουάν και Κολέτ» (1962).
Γιος μιας μητέρας που παραδέχεται πως ο «πατέρας» του δεν είναι τελικά ο βιολογικός, μαθητής ενός δασκάλου που δεν μπορεί να εμφυσήσει σεβασμό, ο Αντουάν θα καταλήξει σε ένα αναμορφωτήριο. Εκεί ένας ψυχολόγος θα γίνει κοινωνός της δυστυχίας του και θα ακούσει πως οι ενήλικες προτιμούν τα παιδικά ψέματα. Η αλήθεια όμως είναι πως το όνειρο δεν κάμπτεται ποτέ. Ο μικρός Αντουάν θα δραπετεύσει για να ξεπλύνει το παρελθόν στη θάλασσα. Εκεί, η «έξοδος» θα μας χαρίσει ένα από τα πιο διάσημα φινάλε στην ιστορία του σινεμά και θα ολοκληρωθεί με ένα βαθύ βλέμμα που ατενίζει άφοβα το μέλλον. Ασφαλώς κοιτώντας την κινηματογραφική κάμερα.
Άλλωστε για 99 λεπτά είχε εσένα, συνένοχο και σύντροφο.
Τα «400 Χτυπήματα» απέσπασαν το Βραβείο Καλύτερου Σκηνοθέτη στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών και προτάθηκαν για Όσκαρ Σεναρίου.