Τάκης Μόσχος: Αποχαιρετισμός σ΄έναν κινηματογραφικό φίλο

Έφυγε στα 68 του ένα από τα λιγοστά εμβλήματα του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, ένας από εκείνους τους ηθοποιούς – αλλά κι αυτές τις φυσιογνωμίες – που αν το σινεμά μας ήταν υγιέστερο θα είχε αξιοποιήσει παραπάνω και θα τον είχε όπλο του σε πιο δύσβατα και πιο ωραία μονοπάτια.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Τάκης Μόσχος: Αποχαιρετισμός σ΄έναν κινηματογραφικό φίλο

Για έναν «δικό μας» άνθρωπο δεν πρέπουν συνήθεις τιμές. Θα μου πεις όρισε τι εννοείς «δικό μας», τον ήξερες; Όχι, θα απαντήσω. Όπως δεν γνωρίσαμε τον Σέιμουρ Κασέλ, που αποχαιρετήσαμε επίσης πρόσφατα, τον Σαμ Πέκινπα, οποιονδήποτε πρωταγωνιστή του «Μεγάλου Λεμπόφσκι», τον Κρις Κριστόφερσον, τον Μπενίτσιο Ντελ Τόρο του «Way of the Gun», τον Μίκι Ρουρκ γενικώς αλλά κυρίως του «Αταίριαστου» και επίλεκτους άλλους που δεν έχει νόημα η σωρηδόν τώρα καταγραφή τους.

Πώς συνδέονται όλ’ αυτά, θα ρωτήσει ξανά ο δύσπιστος. Τόσο απλά, τόσο περίπλοκα. Είναι οι φάτσες κι οι χαρακτήρες που υποδύθηκαν, είναι οι ατάκες και ο τρόπος που τις εκστόμισε ο ηθοποιός, είναι η εποχή (το zeitgeist που λένε οι σοφοί) που άρμοσαν πάνω στην όψη, την στάση και τον λόγο τους κάποιοι καλλιτέχνες.

Δεν νομίζω πως κατάφερε ποτέ κάποιος λάτρης της «Γλυκιάς Συμμορίας» να ξεχάσει τον Αργύρη, να ελευθερώσει τον Μόσχο από την -ευχή και κατάρα- της μυθοποίησης αυτής. Έκανε κάμποσες ταινίες έκτοτε, άθλιες θα τις χαρακτήριζε τις περισσότερες ο ίδιος, ίσως όχι εντελώς θα αντέτασσε ο υπογράφων, αλλά όπως και να ‘χει, τι να πουν κι αυτές μπροστά στην «Συμμορία»; Όχι πως και για την ταινία του Νικολαΐδη θα συμφωνούσαν και τόσοι πίσω στο 1983. Η ελληνική κριτική είναι σταθερά αμήχανη και άκαμπτη μπροστά σε τέτοια έργα, δεν τα πάει καλά με την «αλητεία», δεν έχει δει αρκετό αριστοκρατικό και περιθωριακό μαζί αμερικανικό σινεμά, δεν έχει ζήσει (στο μυαλό έστω) τέτοιων χαρακτήρων. Έχει άλλους αρμοδίους η «Γλυκιά Συμμορία» και ο Τάκης Μόσχος, λεπτοφυής δανδής, μάγκας κι ευγενής συνάμα, την αντικατόπτριζε ολόκληρη.

Όχι ότι του ίδιου του άρεσαν κάτι τέτοιοι χαρακτηρισμοί, «δανδής κανείς μας, εκτός ίσως λίγο του Τζούμα», έχει δηλώσει, έλα όμως που με το κύρος μιας γλυκιάς φωνής και μιας άριστης εκφοράς ο «κατά τύχη» ηθοποιός, που επέστρεψε στην Ελλάδα μετά από χρόνια (ατελέσφορων) σπουδών και μόντελινγκ στην Γερμανία και βρήκε ένα ρόλο δίπλα στον Μανιάτη-«Άγγελο» του Κατακουζηνού το ‘82, θα έφερνε στους ρόλους του έναν τέτοιο αέρα…

Μετά τον Νικολαΐδη ο Μόσχος έπαιξε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη στην ταινία του Τάκη Σπετσιώτη «Μετέωρο και Σκιά», ουαϊλντικός ήταν, κατά το δυνατόν, εκεί, πέρασε από Περάκη, Τσιώλη (στον «Χουρσίτ Πασά»), έπαιξε στα «Παιδιά του Κρόνου» του Γιώργου Κόρρα (δίπλα του ήταν και ο Μηνάς Χατζησάββας που ήταν και συνσεναριογράφος του έργου), έπαιξε στις «Ανταύγειες του Πάθους» που βλέπαμε τότε στις αίθουσες, στο μάτι του Ν.Ε.Κ. κυκλώνα, όχι καλή εποχή για το σινεμά μας, έπαιξε και στους «Εραστές στη Μηχανή του Χρόνου» του Δημήτρη Παναγιωτάτου στις αρχές του ’90 που ήταν ανώτερο της σειράς εκείνης της δύσκολης εποχής. Παραπάνω από την εντιμότητα του «περάσματος» και την στιβαρότητα της πρωταγωνιστικότητας, ο Μόσχος έφερνε κλάση, έφερνε τα αρώματα του ένδοξου (;) παρελθόντος, έφερνε την εγκυρότητα ενός ηθοποιού που διέθετε τον «άλλο εαυτό» και τους δαίμονες να παράγει περιεχόμενο.

Ο άλλος του εαυτός υπήρξε και ο χειρότερός του εχθρός, τα δεινά του με τα ναρκωτικά γνωστά και υπερ-εκτεθειμένα στον αγενή μας Τύπο, ο λόγος άλλωστε και της εμφανούς και πρόωρης κούρασης της φυσιογνωμίας του ηθοποιού. Ωστόσο ο Μόσχος δουλεύει στην τηλεόραση αρκετά για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του ’90 ως τις αρχές του 2000, παίζει στους «αναγκαστικούς» «Κόκκινους Κύκλους» και τις «Ανατομίες ενός Εγκλήματος» που στο κάτω-κάτω δεν ήταν και κακή τηλεόραση. Στο ως εδώ και μη παρέκει σηκώνεται και φεύγει από την Αθήνα και τον δύσκολο κόσμο της («φρικτή πόλη έχει γίνει η Αθήνα», είχε δηλώσει σε μια σχετικά πρόσφατη συνέντευξη στο Θεοδόση Μίχο) για να καταλήξει στην Σκόπελο όπου και δραστηριοποιήθηκε για πολλά χρόνια με μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα που ο ίδιος δημιούργησε.

Δύσκολοι αποχαιρετισμοί είναι τούτοι, ελάχιστοι όμως μπροστά στην δυστυχία του τελευταίου διαστήματος, των απανωτών προβλημάτων υγείας, στην δυσπραγία και οικονομική εξαθλίωση των εντελώς καθυστερημένων φιλανθρωπιών των ομοτέχνων.

Ελαφρύ το χώμα, θα τον θυμόμαστε πάντα. Πώς αλλιώς; Την ενηλικίωσή σου, όχι μόνο την κινηματογραφική, δεν την ξεχνάς έτσι εύκολα.