Το είδος του γουέστερν – όχι μην σταματάτε να διαβάζετε κιόλας! - έχει προ πολλού εκπνεύσει για το σινεμά. Δεν έχει εμπορική προοπτική, δεν το βοηθά η ιστορική συγκυρία εντός Αμερικής – γουέστερν επί τη ευκαιρία είναι μόνο το αμερικάνικο, οι εξαιρέσεις είναι για την συζήτηση του πράγματος – έχει ξεπεραστεί αισθητικά, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, ενώ και οι τελευταίοι άλλης εποχής που θα μπορούσαν σήμερα να καβαλήσουν μια σέλα (Ίστγουντ, Τόμι Λι Τζόουνς, Εντ Χάρις, Κέβιν Κόστνερ) είτε έχουν ολοκληρώσει την διαδρομή τους στο είδος ή ότι δοκίμασαν εστέφθη από ολοκληρωτική εισπρακτική αποτυχία οπότε τι να κάνουν οι άνθρωποι.
Παραδόξως, είναι ο τελευταίος των προαναφερθέντων – και υπεύθυνος για δυο γουέστερν που το ένα είναι καλύτερο απ' το άλλο – που θα εμπλακεί σε μια τηλεοπτική αναβίωση του είδους. Την οποία θα γράψει και θα σκηνοθετήσει ο Τέιλορ Σέρινταν, η μεγάλη ελπίδα ημών νοσταλγών του είδους.
Ο Σέρινταν, γεννημένος πριν από 48 χρόνια στο Τέξας (που αλλού;), βλέπει το γουέστερν από μια άλλη πλευρά, ανανεωτική, εξίσου ανθρωπιστική, με βαθύ ενδιαφέρον στην φύση των χαρακτήρων του, κρατώντας τις ιστορίες απλές μα την δομή περίπλοκη. Στη βάση τους οι ιστορίες του έχουν περισσότερο Νικ Κέιβ και Τζον Σέιλς παρά την υφή που του έδωσαν εμβληματικοί σεναρίστες του είδους όπως οι Φρανκ Νούτζεντ, Ντάντλι Νίκολς, Λι Μπράκετ και Μπόρντεν Τσέις.
Οι ιστορίες του Σέρινταν από το (πρώτο του) «Sicario», μέχρι το πολυβραβευμένο «Πάση Θυσία» κι από το εντυπωσιακό «Ίχνη του Ανέμου» που σκηνοθέτησε (η δεύτερη ταινία του, πρώτο ήταν ένα ελαφρώς κοινότυπο horror, το «Vile» του 2011) μέχρι το φετινό τηλεοπτικό «Yellowstone» με πρωταγωνιστή τον Κέβιν Κόστνερ (σήμερα το δεύτερο επεισόδιο στη Αμερική!) και το sequel του «Sicario», έχουν στο κέντρο τους ανθρώπους με παρελθόν που ποδηγετεί το παρόν και, κυρίως, ναρκοθετεί το μέλλον. Μέσα όμως στις ιστορίες αυτές κυριαρχεί η στωϊκή και συνάμα αγωνιώδης προσπάθεια για λύτρωση. Οι ιστορίες του εμβολιάζονται φυλετικά δίχως στιγμή να σκέφτεσαι την παραλυτική επίδραση μιας πολιτικής ορθότητας, οι άνθρωποί του δημιουργούν το δικό τους ηθικό σύμπαν, ωστόσο η αντιπαραβολή ηθικών σκέψεων των ηρώων δεν σου ανοίγει ποτέ τον δρόμο σε μια κατακριτέα ηθική στάση του φιλμ στο σύνολό του ενώ τις περισσότερες φορές η κάθαρση δεν έχει την μορφή ενός λιποθυμικού happy end αλλά την αίσθηση μιας νομοτελειακότητας, της επιλογής του μόνου δρόμου που οι χαρακτήρες μπορούν να βαδίσουν χωρίς να αυτοκαταστραφούν.
Παρά την μια κάποια πραγματολογική ασάφεια (ή αδυναμία, δεν έχω καταλήξει) στην πλοκή του δεύτερου «Sicario», ο Σέρινταν είναι ακλόνητα στην πρώτη γραμμή αυτού που οι ιστορικοί αρέσκονται να ονομάζουν νεο-γουέστερν. Ακόμα κι αν δεν δέχεσαι το προσωνύμιο – δεν υπάρχει επαρκής, συστηματική παραγωγή, ακόμα, για μια τέτοια συγκατάθεση – τέτοιες είναι οι φωνές μιας παλαιάς κοπής αλλά δυναμικής, νεωτεριστικής χροιάς που το αμερικάνικο σινεμά χρειάζεται για να διεκδικήσει την μοναδικότητά του.