Αν και ο Σταμπ αποτελεί μια κατεξοχήν παρουσία για την οποία δεν χρειάζεται να ρίξεις μια ματιά στο τι γράφεται γενικώς στον διεθνή Τύπο για την απώλειά του, δεν μπορείς να μην εξοργιστείς με την πάγια τακτική μεγάλων εντύπων που προκειμένου να έχουν τον «κατάλληλο τίτλο» (μιας και έτσι μάθαμε τον κόσμο να ψωνίζει τις αναγνώσεις του) αναφέρουν ως πρωταρχικό επίτευγμα του εκλιπόντος το…«Σούπερμαν». Κατανοητό ίσως αν απευθύνεσαι στην γενιά σου (προφανώς το «υποκλίσου μπροστά στον Ζοντ» είναι μια γιγάντια ατάκα του 2ου «Σούπερμαν», στο οποίο και ο Σταμπ υπογράφει με άνεση το πώς στήνεται κόμικ «κακός»), αλλά αν η ειδική δημοσιογραφία συντονίζεται τοιουτοτρόπως με την γενιά της τότε κάτι πάει θεμελιωδώς λάθος και η κουλτούρα υποβιβάζεται. Αυτό δεν έχει συμβεί, ήδη; Ναι, σωστά.
Εν πάση περιπτώσει ο Τέρενς Σταμπ έχει συναντήσει (καλύτερα: τον ζήτησαν επιτακτικά να παρουσιαστεί οι) Φελίνι, Γουάιλερ, Παζολίνι, Λόουτς, Λόουζι και Σλέσιντζερ, ενώ ναι εγώ θα προσθέσω και Πίτερ Ουστίνοφ και Πίτερ Γκλένβιλ για να πω ότι δεν αποκλείεται το σερί με το οποίο ξεκίνησε ο Σταμπ πίσω στο 1962 να το έχουν κάνει ελάχιστοι (αν κάποιος) στην ιστορία. Βέβαια, οφείλω να πω, ότι η ίδια ιστορία καταγράφει ότι αν ρωτήσεις 100 ανθρώπους που βλέπουν ταινίες (φοβούμαι και 100 ανθρώπους που δηλώνουν κριτικοί και είναι κάτω των 30-35), ενδέχεται οι 95 να μην έχουν δει ούτε δύο από το σερί εκείνο, στο οποίο βέβαια ενσωματώνουμε και το «Blue» του Σίλβιο Ναριτσάνο (γουέστερν με μουσική Χατζιδάκι). Τα δύο είναι, μάλλον, το ανυπέρβλητο για την εποχή του, και γενικώς, «The Collector» του Γουίλιαμ Γουάιλερ και το «Θεώρημα» του Παζολίνι, το οποίο μάλιστα τελευταία βλέπουμε έργα που το ξεπατικώνουν προκλητικά και δεν ανοίγει μύτη. Ένας…μορφωμένος θα έχει δει και το «Μακριά από το Αγριεμένο Πλήθος» του Σλέσιντζερ, όπου ο Σταμπ συνάντησε και την αγαπημένη του τότε Τζούλι Κρίστι.
Αντί αυτών να προτρέψουμε στο «Billy Budd» που είναι μια ωραιότατη περιπέτεια του Πίτερ Ουστίνοφ, η οποία απέφερε στον Σταμπ και απευθείας μια οσκαρική υποψηφιότητα (θα ήταν και η τελευταία, για Όσκαρ μιλάμε…), οπωσδήποτε το «Term of Trial» του Γκλένβιλ, στο οποίο δεν πρωταγωνιστεί ο Σταμπ (αλλά έχεις Ολίβιε και Σινιορέ, βλέπεις και εξαιρετικά επίκαιρο θέμα), αυτονόητα την παλαβή «Μόντεστι Μπλέιζ» (καθότι ο Λόουζι προτείνεται σε κάθε του βήμα, ανεξαιρέτως), δίπλα στην Μόνικα Βίτι που αστράφτει στα dated χρώματα μιας εποχής, και ασφαλώς στο kitchen sink «Poor Cow» του Κεν Λόουτς στο ντεμπούτο του που ίσως και να είναι καλύτερο από το 80% των ταινιών του που το διαδέχθηκαν.
Μετά από αυτό το τρομερό σερί, που περιείχε και το «Toby Dammit» από Φεντερίκο Φελίνι στο σπονδυλωτό «Spirits of the Dead» (ο καλύτερος στο καλύτερο είναι), ο Σταμπ χαλάρωσε…σταμπικά στα ‘70ς μαρτυρώντας εξαρχής κάτι που ίσως έπρεπε να το είχαν διακρίνει οι πρώτοι θεατές του. Ότι ναι μεν στο πρόσωπό του (όπως και σε αυτό του συγκατοίκου του, Μάικλ Κέιν) υποστυλώθηκε η γέφυρα που άλλαξε το Λονδίνο των ‘60ς, και δεν μιλάμε μόνο για την swinging πλευρά του, είναι μια συνολική αλλαγή πλεύσης, κάτι σαν ένα εγγλέζικο Νέο Κύμα, όμως ο ίδιος ήταν πάντοτε με το ένα πόδι έξω. Σαν άλλος Γκράουτσο, ο Σταμπ δεν φαινόταν ποτέ (κι ας το λέμε με το προνόμιο της απόστασης) κάποιος που θα ήθελε να είναι μέλος σε μια λέσχη που με την σειρά της θα τον ήθελε για μέλος της. Μεγάλη υπόθεση. Είναι ίσως ακριβώς το στοιχείο που έδινε στην γενικώς πεντάμορφη όψη του μια αποστασιοποίηση, μια γοητευτικά απλανή σκυθρωπότητα, μια βαριά σκιά για την οποία δεν έμοιαζε να δίνει δεκαράκι και ένα βλέμμα ειρωνείας που σα να υπέκρυπτε μια γνώση αδύνατον να κατέχεις εν μέσω τόσης νιότης. Αυτή όμως ήταν η…στάμπα του Σταμπ, ίσως αυτό το έκανε τόσο γοητευτικό, το ότι ποτέ δεν έδειχνε αληθινά γοητευμένος.
Από εκεί και μετά ήρθαν τα «Σούπερμαν» (το ύφος έμεινε ακόμα και με τον… Μπράντο απέναντι στην πρώτη ταινία) και αυτά ακολουθήθηκαν από ένα ακόμα σερί από φιλμικές πέρλες που και πάλι φοβούμαι δεν είδαν και δεν εκτίμησαν πολλοί. Το «Hit» του Φρίαρς που είναι μια μεγάλη ταινιάρα, το «Legal Eagles» του Ράιτμαν που είναι ακριβώς η έναστρη πρωταγωνιστικά, ανάλαφρη μικροταινία που δεν γυρίζεται σήμερα, ο ατυχής «Σικελός» του Τσιμίνο, το διάσημο «Wall Street» του Στόουν, το «Real McCoy» που αν θυμάμαι καλά διέλυσε η κριτική τότε, οι «Περιπέτειες της Πρισίλα» όπου κανείς ποτέ δεν έμαθε γιατί δεν του χάρισε αλυσίδες βραβείων (αναγνωρίστηκε πάντως η παρουσία του), η μεγάλη επιστροφή σε πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Limey» του Σόντερμπεργκ, ο οποίος συνέλαβε απολύτως την ουσία του ηθοποιού, και κάμποσα ακόμα, σχεδόν σε ετήσια βάση έκτοτε. Τα οποία όμως περισσότερο έλαμπαν χάρη σε αυτόν παρά ήταν αντάξιά του. Κρατώ, ασφαλώς, το σκληρά παραγκωνισμένο «Adjustment Bureau», μια υπόθεση που σε μια οποιαδήποτε άλλη εποχή θα είχε γράψει ιστορία στα κιτάπια των «ταινιών κοινού» και στην οποία ο Σταμπ έφερε, ξανά με βλέμμα και φωνή αξεπέραστα, ένα βάρος ανυπολόγιστο. Και τιμώ το «Last Night in Soho» του Έντγκαρ Ράιτ γιατί ήταν άξιο έργο και έδωσε στον Σταμπ τον (έμελλε να αποτελέσει) τελικό, τόσο συμβολικό, ρόλο.
Ας ευχαριστήσουμε που έφτασε τα 87 κι ας κρύψουμε μια κάποια οδύνη πίσω από την ευχαριστία αυτή. Ήταν τόσο ωραιότερο το σινεμά εξαιτίας της παρουσίας του.