Θάνος Τοκάκης: «Μπορεί να μην χρειάζεται να καταλάβεις μια ταινία, αλλά να την αισθανθείς»

Ο Θάνος Τοκάκης μετά την «Ευτυχία» βρίσκει το «Νόμο του Μέρφυ» στο σινεμά του Άγγελου Φραντζή και μιλά στο ΣΙΝΕΜΑ cinemagazine.gr για τα δικά του δημιουργικά «πολυσύμπαντα».

Συνέντευξη στον Πάνο Γκένα
Θάνος Τοκάκης: «Μπορεί να μην χρειάζεται να καταλάβεις μια ταινία, αλλά να την αισθανθείς»

Ηθοποιός με συμμετοχές σε εξαιρετικές ταινίες και θεατρικές παραστάσεις, βραβευμένος σεναριογράφος και σκηνοθέτης ταινιών μικρού μήκους, δάσκαλος υποκριτικής, ο Θάνος Τοκάκης είναι ένας ταλαντούχος, αεικίνητος, ανήσυχος καλλιτέχνης με σαφές, διακριτό και συνεπές στίγμα.

Στην δεύτερη συνεργασία του με τον Άγγελο Φραντζή πέντε χρόνια μετά την επιτυχημένη «Ευτυχία» (Βραβείο Β' Αντρικού ρόλου από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου), ο Θάνος Τοκάκης μπαίνει στο σύμπαν του «Νόμου του Μέρφυ» και υποδύεται τον «θλιμμένο άντρα», ένα συναισθηματικό αντίβαρο  που δρα καταλυτικά στην υπαρξιακή περιπέτεια που βιώνει η Μαρία Αλίκη της Κάτιας Γκουλιώνη.

Συναντηθήκαμε για τη συνέντευξη στην ταράτσα ενός καφέ, επιβλέποντας τα αστικά «πολυσύμπαντα» της Αθήνας να συμπυκνώνουν τις ιστορίες τους από ψηλά. Σε μία τέτοια ιδανική συνθήκη μιλησαμε για τον τρυφερό «Νόμο του Μέρφυ», το βάθος της κωμωδίας, τις υπαρξιακές αναζητήσεις και την ελευθερία του αυτοσαρκασμού.

photo credits: Marilena Anastasiadou

Κινούμενος αρκετά ανατρεπτικά, ο «Νόμος του Μέρφυ» σηματοδοτεί την πρώτη κωμωδία του Άγγελου Φραντζή. Όταν είχαμε συναντηθεί στα γυρίσματα μου είχες πει πως το σενάριο ήταν ένα το πιο αστεία που έχεις διαβάσει.

Όταν διάβασα το σενάριο ενθουσιάστηκα και είναι κάτι που δεν μου συμβαίνει εύκολα. Αρχικά η πρώτη ιδέα του Άγγελου για την ταινία ήταν διαφορετική. Όταν τον συνάντησα στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας, μου είπε πως το αλλάζει όλο και θα κάνει μία κωμωδία. Αυτό μου έκανε πολύ εντύπωση. Συνήθως όταν διαβάζω ένα σενάριο, κάποια στιγμή σταματάω, το ξαναδιαβάζω. Αυτό ήταν ένα σενάριο που πρώτη φορά έπιασα τον εαυτό μου να το διαβάζει σερί. Γιατί έβλεπα την ταινία κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Έπιασα το πνεύμα της ταινίας, τι ήθελε να πει, τα επίπεδα, τους χαρακτήρες. Το ένα έφερε το άλλο και δεν σταμάταγε πουθενά, σαν ένα ρόλερ-κόστερ, Ενθουσιάστηκα πάρα πολύ με αυτό και πήρα κατευθείαν τον Άγγελο και του είπα το πόσο ενθουσιασμένος ήμουν γι’ αυτό που είχε γράψει με την Κατερίνα (Μπέη) και τον Κωνσταντίνο (Σαμαρά).

Και όταν διαπίστωσες, αφού το διάβασες, πως ο χαρακτήρας σου είναι ένας βουβός ρόλος, ο θλιμμένος άντρας, πως αποφάσισες να τον προσεγγίσεις. Πώς δουλέψατε με το ενδυματολογικό τμήμα για να καταλήξετε στην εμφάνισή του;

Θα σου πω. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα, ήδη από το σενάριο, είχε να κάνει με το γεγονός πως αυτός ο χαρακτήρας έπρεπε να έχει μία μικρή μετατόπιση σε σχέση με τους υπόλοιπους όσον αφορά τον κώδικα που έχει. Δηλαδή θεώρησα πως είναι φιγούρα καθαρά βγαλμένη από στοιχεία βωβού κινηματογράφου. Τώρα θες να τον πεις Μπάστερ Κίτον, Τσάρλι Τσάπλιν, Χάρολντ Λόιντ… Μελέτησα αρκετά αυτού του είδους τις κωμωδίες και σκέφτηκα πως ερμηνευτικά ο κώδικάς του είναι ένα κλικ παραδίπλα, χωρίς όμως να είναι ένα ξένο σώμα. Αυτός ο χαρακτήρας έχει να κάνει με ένα φαντασιωσικό κομμάτι της Μαρίας Αλίκης που υποδύεται η Κάτια. Κάτι συμβολίζει κι έπρεπε να είναι πολύ καθαρό. Ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο κινείται, ήθελα να είναι κάτι πολύ στιβαρό, συμπαγές, σαν να είναι ένα πράγμα.

Ούτως ή άλλως η ταινία έχει πολλές σινεφίλ αναφορές και ειδικά το φινάλε της είναι μία χορταστική σκηνή μιούζικαλ, στα πρότυπα του παλιού Χόλιγουντ. Μίλησέ μου λίγο για τις απαιτήσεις, τεχνικές όσο και ερμηνευτικές, της συγκεκριμένης σκηνής.

Κάναμε παρά πολλές πρόβες, ήταν όντως πολύ απαιτητική στην προετοιμασία της. Πέρα από το τεχνικό κομμάτι, όμως, η δυσκολία ήταν στην υποκριτική. Κάθε χαρακτήρας στη σκηνή αυτή έπρεπε να ενσωματώνεται με το τι προηγήθηκε στην ταινία και μ’ αυτό που έχει χαράξει. Το θέμα ήταν να βγουν καθαρά οι δράσεις κάθε χαρακτήρα, το πως αντιδρά ο ένας με τον άλλο. Ο δικός μου είχε μία σαφή οδηγία «θέλει να αυτοκτονήσει», οπότε δεν είχα να σκεφτώ κάτι άλλο. Είχε αρκετή πλάκα στο γύρισμα, το διασκέδασα πάρα πολύ.

Το τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη είχε έρθει έτοιμο και χορογραφήσαμε πάνω του. Κάναμε τις προτάσεις μας πάνω στο «σκίτσο» του Άντυ Τζούμα που είναι φανταστικός χορογράφος. Πάνω στις ιδέες του Άντυ και στον τρόπο με τον οποίο ο Άγγελος φανταζόταν την κάμερα φτιάξαμε την ιστορία κάπως αυτοσχεδιάζοντας και βρίσκοντας πράγματα στην πορεία. Ήταν τόσο διασκεδαστικό και φαντάσου πως δεν μου αρέσουν τα μιούζικαλ!

Εσύ πώς διαχειρίζεσαι τα δικά σου «πολυσύμπαντα» ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και δάσκαλος υποκριτικής;

Προσπαθώ να τα ενώνω, γι’ αυτό και κάνω όλα αυτά τα πράγματα. Πιστεύω πως όλα συνδέονται στην ζωή, πως υπάρχει ένα νήμα. Ξεκίνησα να γράφω γιατί ήταν κάτι που μπορούσε να με βοηθήσει στην υποκριτική, αλλά και γιατί ήταν ένας τρόπος να ερμηνεύσω τον κόσμο. Η θεωρία της σχετικότητας έχει παίξει σημαντικό ρόλο τελευταία στις σκέψεις μου, είναι κάτι πολύ κοντά στη δική μου ιδιοσυγκρασία. Δεν υπάρχει μία σταθερά, δεν υπάρχει ο ομφαλός των πραγμάτων. Από τη μία αυτή η σκέψη μπορεί να έχει μία καταστροφική συνέπεια, από την άλλη σε αποδεσμεύει. Όλα αυτά με τα οποία ασχολούμαι είναι σαν διαφορετικά POVs, διαφορετικές οπτικές γωνίες, μέσα από τις οποίες μπορώ να «δω» αλλιώς.

Σαν να πρόκειται για έναν πολυπρισματικό κόσμο λοιπόν…

Ακριβώς. Δεν μπορείς να βλέπεις πάντα τον ηθοποιό στο επίκεντρο. Πρέπει πάντα να φαντάζεσαι τον εαυτό σου και σαν σκηνοθέτη, σαν σεναριογραφο. Αυτή η αποδόμηση θα φέρει κάτι πιο δημιουργικό. Αυτή είναι η γνώμη μου, αυτό εφαρμόζω κι ως δάσκαλος.

Λόγω των παραπάνω ιδιοτήτων σου, κι αν αναλογιστείς και το παρελθόν, θα μπορούσες να πεις ότι με κάποιον τρόπο ακροβατείς ούτως ή άλλως σε «παράλληλες πραγματικότητες»;

Βέβαια, είναι ένας ξεχωριστός τρόπος να εκφράζεσαι. Αν συγκεντρώσεις αυτές τις εκφάνσεις, είναι σαν να μπαίνω σε ένα πολυσύμπαν, όπως λες κι εσύ, στο οποίο έχεις πιάσει τον εαυτό σου από όλες τις πλευρές. Φαντάσου μία βόλτα σε ένα λούνα παρκ, ένα μέρος στο οποίο έχει πάει για να συλλέξεις διάφορες εμπειρίες. Δεν θα μπεις μόνο στο τρενάκι του τρόμου ή στη ρόδα. Οφείλεις να παίρνεις μία συλλογική εμπειρία της διαδικασίας.

Νιώθεις πως μερικές φορές το ταξίδι της αυτογνωσίας, αυτής της υπαρξιακής αναζήτησης, είναι μία εξερεύνηση ταυτοτήτων, αλλά και μία αντίδραση σε όσες «ταυτότητες» μας επιβάλλονται;

Σίγουρα, υποσυνείδητα. Από την άλλη οι «ταυτότητες» δεν είναι πως μας επιβάλλονται πάντα. Πολλές φορές για να κατανοήσουμε κάτι του βάζουμε μία ταμπέλα, ένα όνομα. Μερικές φορές η πολλή ψυχοθεραπεία κάνει κακό γιατί πάμε να αποκωδικοποιήσουμε κάτι με σκοπό να το κατανοήσουμε. Αυτό νομίζω πως είναι ένα από τα προβλήματα της εποχής μας, το λέω σε σχέση και με την τέχνη. Οι άνθρωποι σκέφτονται περισσότερο από όσο χρειάζεται. Πάνε να «καταλάβουν» μία παράσταση, μία ταινία και χάνουν κάθε τι αισθητηριακό. Κι αυτό γιατί όταν κάτι ακουμπά το συναίσθημα μας κάνει να νιώθουμε ευάλωτοι. Μπορεί να μην χρειάζεται να καταλάβεις μια ταινία, αλλά να την αισθανθείς. Πιάνω κι εγώ τον εαυτό μου να το κάνει συχνά, ειδικά όταν είσαι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Χάνεις, όμως, έτσι την οσμή των πραγμάτων.

Αν η σουρεάλ περιπέτεια που βιώνει η Μαρία-Αλίκη στην ταινία συνέβαινε σε 'σένα, ποιους ρόλους πιστεύεις πως θα σου υπαγόρευε το «σύμπαν» και ποιους θα αρνιόσουν να υποδυθείς;

Αχ, ωραίο είναι αυτό. Νομίζω ένας ρόλος που θα μου δινόταν σίγουρα θα είχε να κάνει με παιδιά. Δεν ξέρω τι ακριβώς θα ήταν αυτό, μπορεί να μην απαραίτητα ο ρόλος του πατέρα, αλλά μία πολυπατρικότητα. Ένας δάσκαλος για παράδειγμα, ένας ξεναγός σε μουσείο, σίγουρα κάτι με παιδιά. Έχω αντιληφθεί πως αυτό μου το στέλνει το σύμπαν με έναν τρόπο. 

Τώρα ποιον ρόλο δεν θα έκανα με τίποτα; Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να είμαι κάποιος που δουλεύει 9 με 5. Αυτό το κουτί δεν το ξέρω, δεν το έχω συνηθίσει. Όλα συνηθίζονται να μου πεις, αλλά νομίζω πως αυτό είναι κάτι που δεν μου ταιριάζει. Όχι λόγω ωραρίου, θαυμάζω πραγματικά τους ανθρώπους που το εφαρμόζουν γιατί η ζωή τους ίσως να είναι πιο τακτοποιημένη. Αν είχα τη γνώση πως έτσι θα ήταν η ζωή μου για πολλά χρόνια, θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να με σκοτώσει. Αν μου έλεγαν πως θα ζήσεις τόσα χρόνια και θα κάνεις αυτή, αυτή κι αυτή την ταινία, θα σταμάταγα την υποκριτική

Το ζητούμενο σε έναν καλλιτέχνη, άλλωστε, είναι να ξεπερνά τα όρια.

Αυτό ακριβώς, να έχεις κάτι να περιμένεις. Κάτι ανοιχτό για να δεις που θα σε πάει το επόμενο βήμα.

Στο σκηνοθετικό σημείωμα της ταινίας ο Άγγελος αναφέρει πως «το χιούμορ είναι ο τρόπος μας να αντιμετωπίζουμε τους εφιάλτες». Με αυτό ως αφορμή, κι από τη στιγμή που η ελαφρότητα μιας κωμωδίας δίνει εναλλακτικούς τρόπους για να σχολιάσουμε βαριά θέματα, γιατί πιστεύεις πως ο κόσμος μερικές φορές υπονομεύει την κωμωδία ως κάτι ευπεπτο, ελαφρύ;

Για μένα αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα, το οποίο δεν έχουμε λύσει και δεν είναι μόνο ελληνικό. Ισχύει και στα φεστιβάλ. Βλέπεις ταινίες με κωμική χροιά και καταλαβαίνεις πως αντιμετωπίζονται ως κάτι ελαφρύ και αποφεύγονται γενικά. Εγώ χάρηκα πολύ με τον Έστλουντ όταν πήρε τον Χρυσό Φοίνικα, άσχετα με το αν μου άρεσε ή όχι η ταινία. Θεώρησα πως κάτι γίνεται όταν ένα τόσο σημαντικό Φεστιβάλ αναγνωρίζει έναν τρόπο σκέψης διαφορετικό. Διαφωνώ πως η κωμωδία είναι εύκολη, είναι ο τρόπος που σκέφτομαι έτσι κι αλλιώς. Αν αποκλείσεις την κωμωδία χάνεις την δυικότητα των πραγμάτων. Οφείλουμε να βλέπουμε ταυτόχρονα τον εαυτό μας μέσα και έξω. Η εξωτερική υποκειμενική ματιά πολλές φορές είναι είναι πιο κοντά στην κωμική κατάσταση.

Μερικές φορές θέλεις και κάτι να σε ανεβάσει στην επιφάνεια, μήπως δεις πιο καθαρά μετά.

Μα αυτό είναι το ζητούμενο και ίσα-ίσα είναι πιο βαθύ. Το να χαρακτηρίσεις κάτι «κωμικό» του προσφέρει μερικές φορές μία ελαφράδα που δεν του αναλογεί. Σε μία κωμωδία, μπορεί να υποφέρεις. Πέφτει μία γλάστρα στο κεφάλι κάποιου κι εμείς γελάμε. Αυτός, όμως, πονά. Με ενδιαφέρει πολύ η σχέση του χιούμορ με το γέλιο, ποια ποσόστωση του εαυτού μας αισθανόμαστε άνετα να προβάλουμε.

Πόσο έτοιμοι δηλαδή είμαστε για αυτοσαρκασμό.

Απο ‘κει ξεκινάνε όλα. Υπάρχει τεράστια διαφορά στην κωμωδία αν αυτοσαρκάζεται ή όχι. Είναι η απόσταση ανάμεσα σε μία κακή επιθεωρησιακή κωμωδία και του σουηδικού χιούμορ ενός Ρόι Άντερσον.

Μιας και μιλάμε με αφορμή το σινεμά, η αλήθεια είναι πως η κινηματογραφική εμπειρία, ειδικά μετά τον covid, έχει αλλάξει πολύ. Ο τρόπος με τον οποίο ο θεατής προσλαμβάνει την αφήγηση έχει αλλάξει, ενώ μέσα από τα SoMe γίνεται ο ίδιος αρχιτέκτονας της «πραγματικότητάς» του. Πώς αξιολογείς αυτή τη νέα κατάσταση;

Νιώθω πάρα πολύ άβολα. Αποφεύγω να συγκρίνω το παρελθόν και το τώρα, τι ήταν καλό τότε και τι κακό τώρα. Προσπαθώ να βλέπω περισσότερο το ποια πράγματα ήταν χρήσιμα τότε και ποια τώρα. Το σίγουρο είναι πως όλα θέλουν χρόνο. Για να κάνεις μία ταινία, ένα  ρόλο, μία σχέση, όλα θέλουν χρόνο. Όσο περισσότερο χρόνο έχεις, τόσο περισσότερο θα εμβαθύνεις. Δεν είναι κακό να γίνεται και κάτι στα γρήγορα, αλλά εξαρτάται από το τι θέλει κανείς στη ζωή του. Ο χρόνος δίνει μία άλλη ποιότητα στις ψυχές μας, στο πως βιώνουμε κάτι. Αυτό δυστυχώς έχει χαθεί πια. Οι νεότεροι είναι εντυπωσιακοί στο multitasking, εκεί πάει το πράγμα. Ταυτόχρονα χάνεται η βάση της προσοχής, ή μάλλον της αφοσίωσης.

Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να αντιλαμβανόμαστε τι λειτουργεί και τι όχι χωρίς να απορρίπτουμε το παρελθόν. Πρέπει να κοιτάμε στα μάτια τι προηγήθηκε για να δούμε ποιοι είμαστε. Παλιά έβριζα τον εαυτό μου, πως «δεν είμαι αυτό, είμαι κάτι άλλο» και έβρισκα τοίχο. Πρέπει να αγαπήσεις τον εαυτό σου για να τον εξελίξεις.

Ως δημιουργός, αλλά και ως ηθοποιός, πώς βλέπεις το μέλλον του ελληνικού σινεμά αλλά και την στροφή στην μυθοπλασία που έχει παρατηρηθεί στην τηλεόραση;

Προσπαθώ να διαχωρίζω την αίσθηση της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Δεν το αναφέρω ως θέμα ποιοτικού ελέγχου, αλλα ως θέμα χρόνου και αφοσίωσης που απαιτούν το καθένα ξεχωριστά. Το ελληνικό σινεμά κάνει μεγάλα βήματα τα τελευταία χρόνια γιατί έχουμε κάτι να πούμε. Νομίζω πως η τρικλοποδιά που φάγαμε σαν κοινωνία στην περίοδο της κρίση, και που συνεχίζεται, μας έχει δώσει τροφή. Στη δεκαετία των ‘00s υπήρξαν σημαντικές ταινίες, ο Οικονομίδης, ο Κυνόδοντας. Ταινίες που μιλούσαν για κάτι που πρόκειται να γίνει ή για κάτι που είναι καλά κρυμμένο. Από την κρίση και μετά έχει αναπτυχθεί μία νέα τάση σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, μία τάση που έχει κάτι ουσιαστικό να αφηγηθεί και βρίσκει χώρο έξω για να επικοινωνηθεί.

Στα ‘90s μεγαλώσαμε με μία αμερικανίλα - όχι απαραίτητα κακή ή καλή. Ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση και τη φάγαμε στη μάπα, θέλαμε να ζήσουμε όπως ο Μπράντον και η Κέλι. Τώρα οι μικρομηκάδες είναι πιο κομάντο. Τότε αναζητούσαμε την επιτυχία, τώρα οι νέοι σκηνοθέτες ξέρουν πως δεν υπάρχει και αναζητούν κάτι πιο βαθύ. Το αντιλαμβάνομαι και από τις σπουδαστικές ταινίες που βλέπω. Χρόνο με το χρόνο έχουν τεράστια διαφορά. 

Ο «Νόμος του Μέρφυ» λέει πως μοιραία ότι είναι να πάει στραβά θα πάει. Λειτουργεί και αντίθετα; Πιστεύεις δηλαδή πως ό,τι ξεκινά με ευδιαθεσία, ευφορία και γενναιόδωρο στόχο θα φέρει και το αντίστοιχο αποτέλεσμα;

Με πετυχαίνεις σε μία φάση της ζωής μου, στην οποία προσπαθώ να δεχτώ το σύμπαν. Τι είναι και τι είμαι εγώ μέσα σ’ αυτό. Σου ανέφερα πριν τη θεωρία της σχετικότητας. Μελετώ κάποια βιβλία και με έχει εντυπωσιάσει αυτό που συμβαίνει γύρω μας. Είμαι σε μία φάση που «δέχομαι». Διάβασα κάπου ότι η ευτυχία δεν είναι μία δράση, δεν πρέπει να κάνεις κάτι για να τη βρεις. Αυτό που εξηγούσε αυτό το βιβλίο είναι πως η ευτυχία είναι θηλυκό, η ευτυχία είναι μία θηλυκή στάση, να δέχεσαι αυτό που έρχεται. Για τον σύγχρονο άνθρωπο αυτό είναι τρομακτικά δύσκολο. Το να αφήσεις αυτό να έρθει μέσα σου και να δράσεις μετά είναι για ‘μένα ο δρόμος για την ευτυχία. Όταν συμβεί αυτό σε απόλυτη βάση νομίζω πως δεν υπάρχει κάτι που θα πάει λάθος, γιατί δεν θα υπάρχει κάτι που θα αποδέχεσαι ως λάθος. Ακόμα και ο πόνος, η θλίψη, θα συνειδητοποιήσεις πως είναι ένα μέρος του συστήματος και θα το διαχειρίζεσαι καλύτερα.

Ποια είναι η ευθύνη της Τέχνης απέναντι στους ζοφερούς καιρούς που ζούμε; Για παράδειγμα, όταν επιλέγεις ένα θεατρικό έργο, μία ταινία, ή όταν ξεκινάς να γράφεις κάτι δικό σου, από που ξεκινάς και πώς τοποθετείς στον επίκαιρο χώρο, κοινωνικά ή πολιτικά, τη δική σου τέχνη; Από όποιο πόστο.

Είναι κάτι που με απασχολεί έντονα και προσπαθώ να το έχω στο κεφάλι μου ως σκέψη. Δεν γράφω posts στο facebook, δεν θα χαιρετήσω τον Μάικλ Τζάκσον, δεν θα γράψω ένα πολιτικό σχόλιο. Πιστεύω πως αυτό έχει να κάνει με ένα θυμικό, που τις περισσότερες φορές εκτονώνεται έτσι και χάνει την ουσία του. Εγώ δεν λειτουργώ έτσι. 

Θεωρώ πως ο μόνος τρόπος για να πάρω πολιτική θέση δημόσια είναι μέσα από την δουλειά μας, μέσα από αυτά που επιλέγουμε να κάνουμε, τον τρόπο με τον οποίο θα τα κάνουμε και με τους ανθρώπους που θα επιλέξουμε να συνεργαστούμε. Όλα αυτά είναι πολιτική θέση. Έχω δει πολλούς συναδέλφους να μιλάνε για πολιτική, να τοποθετούνται πολιτικά και μετά να συνεργάζονται με ανθρώπους που πρεσβεύουν το αντίθετο. Δεν κατηγορώ, αλλά αντιλαμβάνεσαι πως αυτό έχει κάποιες τρύπες.

Εγώ ξεκινώ με τις ταινίες μου, αυτά που γράφω και με αφετηρία τον αυτοσαρκασμό που είπες κι εσύ πριν, την αυτεπίγνωση. Ο δικός μου πολιτικός τρόπος σκέψης αφορά στο τι μπορούμε να κάνουμε σε αυτό που είμαστε τώρα. Υπάρχει σαπίλα, ο Τραμπ επανεκλέγηκε, εσωτερικά έχουμε πολλά προβλήματα, όλα γίνονται χειρότερα. Τι μπορούμε να κάνουμε; Να κοιτάξουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Για ‘μένα αυτή είναι μια πολιτική σκέψη. Την αποτύπωσα στην μικρού μήκους ταινία μου (σ.τ.σ. «Tokakis ή What’s My Name») και μου έλεγαν πως κράζω τους Έλληνες. Μα δεν κούνησα το δάχτυλο σε κάτι έξω από ‘μένα, η αφετηρία μου είναι πως αισθάνομαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς. Αποτύπωσα το πως νιώθω εγώ και την χώρα μου την αγαπώ. Το βασικό, όμως, είναι να αποδεχτούμε τα ελαττώματά μας κι εμένα μου αρέσει να τα προβάλλω με έναν τρόπο αυτοσαρκαστικό.

Και μία τελευταία ερώτηση. Στο «Νόμο του Μέρφυ» υπάρχει μία επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά με τον καίριο τίτλο «Χαμένος Παράδεισος». Τι στοιχειοθετεί τον δικό σου καλλιτεχνικό «παράδεισο»;  

Ο καλλιτεχνικός παράδεισος είναι η απόλυτη ελευθερία, τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς παράγοντες. Αυτό είναι το δικό μου Άγιο Δισκοπότηρο. Ψάχνω συνεχώς να εκφράζομαι όσο πιο ελεύθερα μπορώ. Έχω δει ανθρώπους να το κατορθώνουν, έχω δει ταινίες να γίνονται με έναν τρόπο μαγικό. Για παράδειγμα τις προάλλες είδα ξανά το «Oldboy» και είδα μία ελευθερία. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αισθάνεσαι πως κάτι είναι θεόπνευστο. Κάτι συνέβη και μερικοί άνθρωποι συντονίστηκαν, δέσανε και έγινε αυτό. Αυτό είναι για ‘μένα ο καλλιτεχνικός παράδεισος. Δεν ξέρω αν θα μου συμβεί ποτέ, αλλά ο στόχος είναι κάτι καθαρό. Μπορεί να μην φτάσω στο απόγειο της ελευθερίας, αλλά η προσπάθεια νομίζω πως μου λειτουργεί.

Ας είναι αυτός ο «νόμος» μας.

Ναι, ένας νόμος ελευθερίας.

INFO
Ο «Νόμος του Μέρφυ» κυκλοφορεί 21 Νοεμβρίου στις αίθουσες από την Tanweer.

7 χρόνια + 7 ταινίες! Η ομάδα του ATHICFF επιλέγει τις αγαπημένες της ταινίες από το φετινό ΦεστιβάλΟ θαυμάσιος - και εντελώς απροσδόκητος - κύριος Άνταμ Ντράιβερ