Ο Κάρολος Ζωναράς, τέσσερα χρόνια μετά το ντεμπούτο του «Ο Γιος του Τσάρλι», που έκανε ντόρο στο 7ο Φεστιβάλ Καλτ Ελληνικού Κινηματογράφου, επιστρέφει με ένα νέο, παράτολμο εγχείρημα. Τη διασκευή του κλασσικού φιλμ νουάρ του Φριτς Λανγκ, «The Big Heat», στην Ελλάδα του σήμερα και μάλιστα γυρισμένο εξολοκλήρου πάνω σε ένα προϋπάρχον ντουμπλάζ.
Κάνοντας την πρεμιέρα του στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το «Μπιγκ Χιτ» δεν πρόκειται για την b-movie παρωδία που ίσως θα φανταζόσασταν, αλλά για έναν μεταμοντέρνο, σινεφίλ φόρο τιμής στο νουάρ.
Το cinemagazine.gr μίλησε με τον σκηνοθέτη για την ταινία του, τις δημιουργικές του επιλογές και πρωτοτυπίες, τις ταινίες είδους και τον όρο «καλτ». Διαβάστε τι μας είπε:
Πώς προέκυψε η ιδέα για τη δημιουργία της ταινίας και γιατί επιλέξατε να διασκευάσετε συγκεκριμένα το «The Big Heat» του Φριτς Λανγκ;
Δεν ξέρω πως προκύπτει μια ιδέα. Ίσως να είδα στον ύπνο μου τον Φριτς Λανγκ και μου το ζήτησε... Ναι λοιπόν, αυτό έγινε! Εμφανίστηκε στο όνειρό μου και μου είπε: «πάρε την ταινία μου και κάν’ την ελληνική. Προσφέρεται για τη χώρα σου. Είναι επίκαιρη όσο ποτέ κι έχει και πλάκα. Ψάξε να βρεις εκεί στο Ελλάδα που ζεις κάποιον πρωταγωνιστή και βάλ’τη μπροστά. Όχι κάνα ξενέρωτο σαν τον δικό μου, τον Γκλεν Φορντ, αλλά κάτι πιο κοντά στον τύπο του Μίτσαμ αν γίνεται. Θα'ναι πολύ καλύτερα. Μετά η γυναίκα σου είναι ηθοποιός, έτσι δεν είναι; Και Γαλλίδα; Τέλεια! Βάλ'τη να κάνει και τους δύο ρόλους: και τη γυναίκα του μπάτσου αλλά και τη γκόμενα του Λη Μάρβιν, θα έχει πολύ ενδιαφέρον αυτό. Σου βάζω όμως έναν όρο, θέλω και οι τέσσερις γυναίκες που εμφανίζονται στην ταινία να πεθάνουν όλες και μάλιστα δολοφονημένες. Και πρόσεχε, μη δω τίποτα ψυχεδελικά χρώματα... Τίποτα ροζ, τίποτα λαχανί... Η ταινία πρέπει να είναι αυστηρά ασπρόμαυρη! Βρες λοιπόν ένα καλό οπερατέρ και πες του να κάνει κάδρα λιτά, όχι πολλές κινήσεις, πανοραμίκ δεξιά-αριστερά, ή μηχανή στο χέρι, τύπου Dogma. Πες του να βάλει και λίγο κοντράστ, αλά Πρέμινγκερ, μη το φοβάσαι. Από κει και πέρα, φιλαράκο, κάνε ό,τι θες εσύ. Θες αφήγηση; Βάλε, δεν έχω πρόβλημα, μ’ αρέσει, ταιριάζει στο νουάρ... »
Ποιες είναι οι δημιουργικές προκλήσεις σε μια απόπειρα κινηματογραφικού ριμίξ, όπως αυτή που επιχειρήσατε;
«Που πας ρε κακομοίρη, με φραγκοδίφραγκα πας να κάνεις τη «Μεγάλη Κάψα», έχεις τρελαθεί; Υπήρχε και αυτή η φωνή μέσα μου, συνέχεια να με φοβερίζει. Όμως επανερχόταν ο θείος Φριτς στοργικά καθησυχαστικός να μου λέει: Μη σε νοιάζει, αγόρι μου, στο φινάλε ένα φόρο τιμής αποτίεις... σε μένα. Κανείς δε θα σου πει τίποτα. Πρόσεξε όμως, μη το κάνεις μπαλαφάρα, κράτησέ το σοβαρό, όσο σε παίρνει. Κι άσε στην άκρη αυτή την παλαβή ιδέα που είχες να το κάνεις μιούζικαλ.»
Ναι, το ομολογώ, στην αρχή μού είχε περάσει και αυτό απ’ το μυαλό. Να βάλω ανάμεσα στις σκηνές μουσικά σχόλια τα οποία θα έκαναν οι ίδιοι οι χαρακτήρες, τραγουδιστά, με μια μουσική που θα ήταν κάτι ανάμεσα σε Κουρτ Βάιλ και Τομ Γουέιτς, με πολλά κλαπατσίμπαλα. Εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο και στην πορεία βεβαίως το εγκατέλειψα.
Δείχνετε μια αδυναμία στο φιλμ-νουάρ, τα γκανγκστερικά φιλμ και τις ταινίες είδους γενικότερα. Τι είναι αυτό που σας έλκει σε αυτού του είδους το σινεμά;
Όχι, αυτό είναι συμπτωματικό, δεν έχω καμιά ιδιαίτερη αδυναμία για τα γκανγκστερικά φιλμ. Και μάλιστα αυτά τύπου Σκορσέζε δεν μου αρέσουν καθόλου, τα αποφεύγω. Σιχαίνομαι τη ωμή βία. Τη βία την ανέχομαι ή μάλλον μου αρέσει και διασκεδάζω όταν έχει παιχνιδιάρικο χαρακτήρα. Δεν έχω πρόβλημα π.χ. με τους ποταμούς αίματος αλά Ντε Πάλμα ή ακόμη καλύτερα αλά Σέρτζιο Λεόνε ή Ταραντίνο. Γιατί ξέρω ότι βλέπω σινεμά.
Ναι, μου αρέσουν γενικά οι ταινίες είδους, ο genre κινηματογράφος, για να το πω γαλλιστί. Ο κινηματογράφος δηλαδή που δεν έχει σαν προτεραιότητα να αναπαραστήσει την πραγματικότητα, αλλά που δανείζεται πράγματα απ’ τον εαυτό του, απ’ την ιστορία του, που ορίζεται απ’ τον ίδιο του τον εαυτό. Βαριέμαι μέχρι θανάτου (πλην ελαχίστων περιπτώσεων) τις ταινίες που θέλουν να μου δείξουν πως είναι η ζωή...
Γιατί επιλέξατε να χρησιμοποιήσετε το ντουμπλάζ κατ' αυτόν τον ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο και τι πιστεύετε ότι προσέφερε στην ταινία;
Επέλεξα αυτήν την τεχνική (του προ-ηχογραφημένου ντουμπλάζ) , καταρχάς για να κάνω την ταινία πιο εύκολα και πιο οικονομικά. Έχοντας ετοιμάσει τον ήχο της ταινίας από πριν, το μισό έργο είχε ήδη γίνει. Επίσης για να μπορώ να χρησιμοποιήσω και ερασιτέχνες ηθοποιούς, με ενδιαφέρουσες φάτσες. Γιατί η φωνή κατά κανόνα είναι αυτό που ορίζει το καλό ή το κακό παίξιμο. (Ακούς έναν ηθοποιό, του κάνεις οντισιόν για να τον επιλέξεις, έτσι δεν είναι;). Αλλά πάνω απ’ όλα υιοθέτησα αυτή την τεχνική για να τονίσω ένα συγκεκριμένο ύφος: που να θυμίζει λίγο αστυνομική ταινία του 60, τον Γιάννη Μαρή, τον Ορέστη Λαμπύρη... εναντίον των παρανόμων.
Πώς στέκεστε απέναντι στον χαρακτηρισμό του «καλτ» που έχει αποδοθεί στις ταινίες σας; Σας ενοχλεί σαν ταμπέλα ή είναι κάτι που συνειδητά αγκαλιάζετε;
Όχι, δε με ενοχλεί αυτή η ταμπέλα, αλλά ούτε συνειδητά την αγκαλιάζω. Με προβληματίζει παρόλα αυτά, δεν έχω καταλάβει ακόμα από που έχει προκύψει όλη αυτή η ιστορία. Ίσως γιατί η προηγούμενή μου ταινία «ο γιος του Τσάρλι» παίχτηκε στο καλτ φεστιβάλ του Γκαγκάριν. Και λοιπόν; Είχε κάποια σχέση με την Άννα-Γούλα (Τα πίνω όλα), ή με τον Γκουσγκούνη, ή το Σουγκλάκο; Γιατί αυτά είναι, απ’ ό,τι κατάλαβα, που θεωρεί καλτ ο περισσότερος κόσμος, όχι; Μέχρι πρότινος πάντως, χωρίς να έχω ιδιαίτερα εντρυφήσει στο θέμα, είχα μια διαφορετική ιδέα για το εστί ο όρος αυτός.
Πίστευα ότι το καλτ είχε να κάνει με τους «μυημένους» οπαδούς περίεργων κωμικών δημιουργημάτων, συχνά με έντονο το στοιχείο του trash, αλλά όχι μόνο. Δεν ξέρω. Ίσως μια διάθεση που έχω, ελαφρά υπονομευτική, απέναντι στο «σοβαρό», και η οποία συχνά βγαίνει στην επιφάνεια, να είναι ο λόγος που κάποιοι με έχουν κατατάξει σε αυτή την κατηγορία. Όμως οι μυημένοι φανς που είναι; Δεν τους είδα ακόμα! Αν υπήρχαν τουλάχιστον αυτοί να με στηρίξουν με το εισιτήριό τους, θα άξιζε ίσως τον κόπο να το ψάξω παραπέρα.