«Οι Αταίριαστοι» του Τζον Χιούστον: Η εύνοια μιας καταραμένης ταινίας

Οι «Αταίριαστοι» έκαναν πρεμιέρα σαν σήμερα το 1961 και ίσως και να είναι το καλύτερο παράδειγμα της αλλόκοτης εύνοιας μιας κατάρας. Ενάντια βέβαια στους βασικούς συντελεστές της αλλά τόσο στο πλευρό ενός πικρού αριστουργήματος που η εποχή του δεν πολυεννόησε, τα ακόλουθα χρόνια όμως επιβεβαιώνουν.

Από τον Ηλία Δημόπουλο
«Οι Αταίριαστοι» του Τζον Χιούστον: Η εύνοια μιας καταραμένης ταινίας

Τι είναι όμως οι «Αταίριαστοι»; Αυτό το φιλμ που σημάδεψε την επιστροφή μετά από δέκα σχεδόν χρόνια του Χιούστον στην πατρίδα του, που βασίστηκε σε σενάριο κοτζάμ Άρθουρ Μίλερ που ένωσε γενιές του Χόλιγουντ και που τελικά, τόσο καταραστικά, υπήρξε η τελευταία ταινία του πρωταγωνιστικού του ζεύγους;

Να είναι ένα μοντέρνο γουέστερν με τα άγρια mustang, αυτά τα μοναδικά πλάσματα-σύμβολα μιας εκπνέουσας αμερικανικότητας, στο συμβολικό επίκεντρο της ιστορίας; Να είναι εκτοπισμένοι άνθρωποι στην άκρη του σχοινιού και στην τελευταία εκβολή της παρουσίας τους; Να είναι μια ταινία για το τέλος μιας σχέσης ή μήπως μια άλλη για την βαθιά κατανόηση του δικού σου πεπρωμένου στα μάτια του ανθρώπου σου και στα αστέρια του ουρανού της ερήμου;

Ω ναι, οι «Αταίριαστοι» είναι ένα ζωντανό, ελαττωματικό, σφύζον, γεμάτο αντιφάσεις και ένταση έργο που το σκίζει σε κομμάτια το γραπτό ενός μεγάλου συγγραφέα σε προσωπική περιδίνηση, σε ελεύθερη απογοητευμένη πτώση αλλά και σε διαύγεια φοβερή. Διαύγεια που σημαίνει πως ο Μίλερ εδώ στοιχίζει την Αμερική που καταλαβαίνει, ενώνει παράταιρα κομμάτια σ’ ένα νευρικό σύνολο που λες «δεν μπορεί», «δεν κυλάει» κι όμως είναι (σχεδόν) ακριβώς αυτή η ελαττωματικότητα που το πλημμυρίζει (νοσηρή) γοητεία.

Γιατί πώς να μην βγει νοσηρή αυτή η ταινία. Το νέο Χόλιγουντ αντιπροσωπεύεται από Ελάϊ Γουάλας, Μέριλιν Μονρό και Μοντγκόμερι Κλιφτ («πρώτη φορά είδα άνθρωπο χειρότερα από μένα» έλεγε η Μέριλιν – κι όμως πέθανε πρώτη, λίγους μήνες αργότερα, ο Κλιφτ άντεξε πέντε χρόνια ακόμη), δυο ανθρώπους γεννημένους στο πρόβλημα, την χτυπητή ανασφάλεια, την αδυναμία.

Τίποτα πραγματικά «νέο» πάνω τους, έξω βέβαια από την υποκριτική τους τόλμη. Η Μέριλιν, ράκος από το αλκοόλ και τα χάπια, κατέφθανε με μια ντουζίνα ορντίναντσες (μακιγιέρ, κομμωτές, μασέρ, βοηθοί, παραβοηθοί, γκαρνταρόμπες) σ’ ένα γύρισμα στους 40 βαθμούς (η ίδια έφταιγε, καθυστέρησε την παραγωγή με το «Let’s Make Love» που γύριζε με τον Ιβ Μοντάν – τον είχε ερωτευθεί κιόλας), αντιμέτωπη μ’ έναν άνθρωπο που λάτρευε για συμπρωταγωνιστή της κι έναν γάμο (με τον Μίλερ) που κατέρρεε – και θα το έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια στην δραματουργία ενός έργου.

Ο παιδικός της έρωτας, ο Κλαρκ Γκέιμπλ, κατέφθανε με έναν βοηθό, όλον τον επαγγελματισμό του Χόλιγουντ που αντιπροσώπευε (και δεν υπήρχε πια παρά σε μυθικά πρόσωπα σαν το δικό του), 59 κουρασμένων ετών, 80 τσιγάρων κάθε μέρας της ζωής του, σκληρού αλκοόλ (και μιας crash δίαιτας για να χάσει 15 κιλά πριν το γύρισμα), αλλά πάντα επαγγελματίας («δεν άργησες κορίτσι μου», έλεγε κάθε μέρα στην πάντα καθυστερημένη Μέριλιν για να της γλιτώσει το πρόσθετο τρακ) με την πρόθεση αυτή να είναι η καλύτερη και η καλύτερα πληρωμένη δουλειά του. Ήταν και τα δύο, αλλά δεν έζησε, δέκα μέρες μετά την λήξη των γυρισμάτων πέθανε από καρδιακή προσβολή.

Ο Κλιφτ ήταν σε κακό χάλι, η Θέλμα Ρίτερ μπήκε στο νοσοκομείο λόγω υπερκόπωσης και βέβαια, ο Τζον Χιούστον, ο πρύτανης της καλοπέρασης (του χειρίστου είδους ενδεχομένως αλλά αυτό το κρίνουν άλλοι), αυτός ο απίστευτος τύπος που παράλληλα με το γύρισμα έπρεπε να μην κοιμάται ποτέ, να παίζει χαρτιά μέχρι πρωίας (και να κομπάζει συνεχώς τις ήττες του – το στούντιο είχε ειδικό κονδύλι για το τζογάρισμα του Χιούστον!), να πίνει βέβαια κοιτασματικές ποσότητες αλκοόλ, ακόμα και να οργανώνει τοπικές καμηλοδρομίες (!!).

Την ίδια στιγμή ο Μίλερ έγραφε και ξανάγραφε καθημερινά, η Μέριλιν όχι μόνο έπρεπε να βλέπει αλλαγές της τελευταίας στιγμής (χούφτες τα ηρεμιστικά έφευγαν) αλλά και να αντιμετωπίζει μια πραγματικότητα που κατέγραφε προσωπικές της στιγμές που ο Μίλερ ανελέητα χρησιμοποιούσε (χούφτες τα υπνωτικά) ενώ την ίδια περίοδο είχε αρχίσει και αυτός να φλερτάρει με μια φωτογράφο της Magnum που κάλυπτε το γύρισμα (αργότερα την νυμφεύθηκε κιόλας). Αυτό είναι το Χόλιγουντ – για όποιον ίσως πίστευε ότι οι μεγάλες του ταινίες δεν βγαίνουν από τις πιο fucked up συνθήκες.

Απλώς πρέπει να ορίσεις το «μεγάλες» λίγο αλλιώτικα. Κοντύτερα ίσως στο «μεγάλες άρρωστες» που έλεγε ο Φρανσουά Τριφό. Ταινίες που βασανίζονται από μέσα τους, που ποτίζονται θα ‘λεγες από το αίμα των δημιουργών τους. Κι αυτά τα πράγματα οπωσδήποτε δεν είναι για το «μεγάλο κοινό». Που δεν συνέρρευσε στην πρώτη προβολή και δεν αγάπησε το έργο. Χρειάστηκαν να περάσουν λίγα χρόνια. Να ξαναϊδωθεί, να ξεκουραστεί σε άλλους χρόνους, να χρωματιστεί από το ότι υπήρξε η τελευταία ταινία του ζεύγους που φεύγει για τα αστέρια στο αξέχαστο φινάλε, να γίνει ίσως πιο κατανοητό πως μαζί του ένα Χόλιγουντ θα βυθιζόταν στην πραγματικότητα του αμείλικτου χρόνου, της εύθραυστης ψυχοσύνθεσης, της πεπερασμένης φτιαξιάς μας.

Στους «Αταίριαστους» θα δεις με ευδιάκριτη βία και «κουραστικό» κόμπιασμα την πιο μεγάλη αλήθεια: Πως τίποτα δεν κερδίζει τις πραγματικότητες της ζωής. Ούτε καν το Χόλιγουντ.

Τα «Παιδιά του Χειμώνα» οδηγούν «Ferrari» (Ελληνικό box-office, Τετραήμερο 25/01/24 - 28/01/24)«Η Ανατομία μιας Αποτυχίας»: Γιατί η Γαλλία απέτυχε να διαλέξει σωστά φετινό Διεθνές Όσκαρ