Το «Αν...» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (και δέκα ακόμη ερωτήσεις που περιμένουν απάντηση)

Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μας αφήνει να ρίξουμε κλεφτές ματιές στα αγαπημένα του κινηματογραφικά φαντάσματα και απωθημένα.

Από τον Κωστή Θεοδοσόπουλο
Το «Αν...» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (και δέκα ακόμη ερωτήσεις που περιμένουν απάντηση)

Μετά από μια δημοφιλή θητεία στην τηλεόραση, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης πραγματοποιεί ένα φιλόδοξο άλμα και επιχειρεί την πρώτη μεγάλου μήκους σκηνοθετική δουλειά στο σινεμά. Το όνομά της είναι «Αν…», πρόκειται για μια μοντέρνα ιστορία αγάπης, και σύντομα θα φέρει αντιμέτωπο τον δημιουργό της σε δημιουργική αντιπαράθεση με τους πολυάριθμους θαυμαστές και τους μεμονωμένους επικριτές του.

Μέχρι η απάντηση να δοθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες, ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δέχτηκε να μας παραχωρήσει την παρακάτω συνέντευξη, αφήνοντάς μας μεταξύ άλλων να ρίξουμε κλεφτές ματιές στα αγαπημένα του κινηματογραφικά φαντάσματα και απωθημένα.

Loading the player ...

Ποια είναι η πρώτη σας φιλμική ανάμνηση ως θεατής στον κινηματογράφο και ποια σκηνή ή ταινία θα λέγατε ότι σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με την ηθοποιία και αργότερα με την συγγραφή και με τη σκηνοθεσία;

Σαν πρώτη ταινία θυμάμαι αμυδρά τη «Φαντασία» του Ντίσνεϊ και το «Ε.Τ. Ο Εξωγήινος». Ομως δεν νομίζω ότι υπήρχε μια συγκεκριμένη ταινία που να λειτούργησε ως έμπνευση. Αυτό που σίγουρα θυμάμαι από τεσσάρων χρόνων ήταν μια συνεχόμενη και τελείως ασυνείδητη ανάγκη να βρίσκομαι σε επαφή με οτιδήποτε είχε να κάνει με σινεμά, θέατρο, παραμύθια και μουσικές. Τα πάντα στο μυαλό μου γύρω από αυτά γυρνούσαν και μέσα από αυτά είχαν όλα τα υπόλοιπα νόημα.

Αφηγητές στο «Αν...» βλέπουμε τον Αντωνάκη και την Ελενίτσα Κοκοβίκου (Γιώργος Κωνσταντίνου και Μάρω Κοντού). Ποια η σχέση της δικής σας ταινίας με το «Η Δε Γυνή να Φοβείται τον Ανδρα» του Γιώργου Τζαβέλλα;

Ο Αντωνάκης και η Ελενίτσα λειτουργούν συμπληρωματικά στην ταινία και σε ένα σημείο ο ρόλος τους λειτουργεί ανατρεπτικά και καταλυτικά στην ιστορία του ήρωα. Σεναριακά το «Αν...» δεν έχει καμία σχέση με το «Η Δε Γυνή να Φοβείται τον Ανδρα», απλά εγώ είχα την ανάγκη να έχω στο σενάριο δύο ήρωες που εκπροσωπούν μία προηγούμενη εποχή. Ενα ζευγάρι που στη δική μου φαντασία είναι ακόμα μαζί σήμερα και που αποδεικνύει τι σημαίνει αληθινή αγάπη. Είναι ωραίο σε μία ιστορία να κλείνεις το μάτι στον θεατή. Και ακόμα πιο ωραίο όταν το κάνεις μέσα από δύο τόσο αγαπημένους ήρωες.

Ζείτε και εργάζεστε στην Αθήνα. Πόσο στενή είναι η επαφή που διατηρείτε με την πόλη σας και ποιες πτυχές της θα δούμε να τρυπώνουν στο «Αν...»;

Η Αθήνα ήταν μια πολύ όμορφη πόλη, που όμως έχει γίνει πολύ άσχημη. Ετσι εγώ μόνο μέσα από τον φακό μου την αντέχω πια και της δίνω την διάσταση που θέλω. Εχω επιλέξει γωνίες, δρόμους και σημεία που να βοηθάνε και να καθορίζουν αυτό που έχω γράψει. Οταν ο ήρωας είναι ερωτευμένος , όλες οι εικόνες της πόλης είναι ανάλογες. Οταν όμως ο ήρωας πάει να χάσει τον έρωτά του, τότε αντίστοιχα συμβαίνει κάτι ανάλογο και με τις ωραίες εικόνες της πόλης. Το εντυπωσιακό είναι πως στην Πλάκα υπάρχουν στην πραγματικότητα δρόμοι, γωνίες και σημεία που, όταν περπατάς ανάμεσά τους, νιώθεις ότι βρίσκεσαι σε ένα παραμύθι. Πάνω σε όλα αυτά τα αληθινά στοιχεία εγώ απλά έγραψα μία ιστορία.

Η δουλειά σας χαρακτηρίζεται έντονα από έναν διάχυτο ρομαντισμό, κάτι που φαντάζομαι ότι έχει περάσει και στον κινηματογραφικό σας ντεμπούτο. Ποιες είναι οι αγαπημένες σας ερωτικές ιστορίες του σινεμά;

Ολες όσες μιλάνε για δυνατούς έρωτες, ανεξαρτήτως εποχής. Από το «Τα Καλύτερά μας Χρόνια» μέχρι τα «Μαύρα Φεγγάρια του Ερωτα» και από την «Καζαμπλάνκα» μέχρι το «Αγάπα Με Αν Τολμάς», τον «Αγγλο Ασθενή», το «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», το «Ημερολόγιο» και το «Blue Valentine».

Και ποια ιστορία αγάπης θα ευχόσασταν να είχατε σκηνοθετήσει;

Την «Ερωτική Επιθυμία» και το «Moulin Rouge». Ξέρω ότι θα μου πείτε πως είναι ακραία διαφορετικής αφήγησης, όμως αυτό είναι και το ενδιαφέρον.

Σκηνοθετείτε, πρωταγωνιστείτε, έχετε γράψει το σενάριο. Νιώθετε την ανάγκη να έχετε τον απόλυτο έλεγχο στις δουλειές σας;

Ναι, πάντα υπήρχε αυτή η ανάγκη. Νομίζω πως είναι θέμα χαρακτήρα και ειδικά όταν κάτι είναι τόσο προσωπικό, τότε είναι αυτονόητο πως το χειρίζεσαι διαφορετικά. Εξάλλου μην ξεχνάτε σε ποια χώρα ζούμε.

Ποια είναι η γνώμη σας για την ενθουσιώδη πορεία του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου στο εξωτερικό;

Καταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι οι ιστορίες, τα παραμύθια και τα συναισθήματα δεν περιορίζονται από τα χιλιόμετρα. Το θεωρώ μεγάλη νίκη όταν κάποιος Ελληνας δημιουργός καταφέρνει να πει την ιστορία του και εκτός Ελλάδας και τεράστια ήττα όταν δυστυχώς ακόμα στη χώρα μας, δεν έχουμε τους σωστούς μηχανισμούς ώστε να βοηθάμε αποτελεσματικά στο να βγαίνουν έξω ταινίες. Είναι κρίμα.

Και γιατί, παρά τις δάφνες που εισπράττουν εκτός Ελλάδας οι περισσότερες από τις ταινίες αυτές δεν κατορθώνουν να βρουν ανάλογο εισπρακτικό αντίκρισμα στη χώρα μας;

Ισως γιατί είναι ταινίες φτιαγμένες εξ αρχής για ένα ειδικό κοινό, που λόγω του μεγέθους της χώρας μας, δεν υπάρχει σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργηθεί εισπρακτική επιτυχία. Το «ειδικό» αυτομάτως είναι για τους λίγους. Αρα εξ αρχής είναι ξεκάθαρο πως τέτοιες ταινίες δεν έχουν ως στόχο να δημιουργήσουν ταύτιση με ένα μεγάλο κοινό. Η απορία μου όμως είναι γιατί να μην έχουμε μία μεγαλύτερη γκάμα στο είδος των ταινιών; Είναι λίγο εκβιαστικό αυτό που συμβαίνει απέναντι στους ίδιους τους θεατές και μοιραία αντιδημιουργικό.

Πώς περιμένετε ο κόσμος του κινηματογράφου να δεχτεί την πρώτη σας ταινία, δεδομένου ότι οι περισσότεροι σας συσχέτιζαν μέχρι πρότινος με την τηλεόραση;

Με μισό μάτι κάποιοι που έτσι κι αλλιώς δεν εκτιμούν τη δουλειά μου και πολύ θερμά κάποιοι άλλοι που πάντα τους άρεσαν οι δουλειές μου. Το θέμα ξέρετε ποιο είναι; Να καταφέρω να φτιάξω μία συνθήκη που θα περνάω εγώ καλά μέσα σ’ αυτή και μαζί με μένα όλοι οι συνεργάτες μου και κατά προέκταση και οι θεατές. Μια συνθήκη που θα έχω τον χώρο να εκφράζω αυτό που νιώθω, και που ο καθένας θα βάζει το ταλέντο του. Κάπως έτσι το έχω ονειρευτεί. Εγώ να φτιάχνω ιστορίες θέλω. Αυτό έκανα και στην τηλεόραση, αυτό θα κάνω και στο σινεμά. Το μόνο που αλλάζει είναι το μέσο, το μέγεθος και η αφήγηση. Η ψυχή και το συναίσθημα είναι τα ίδια. Ο,τι και να λέμε τώρα, όλα τα υπόλοιπα έπονται.

Οπως οι περισσότεροι άνθρωποι στο χώρο της μικρής και της μεγάλης οθόνης, έτσι κι εσείς έχετε δεχτεί κατά καιρούς αυστηρές κριτικές. Πόσο αλώβητος νιώθετε απέναντι τους και πόσο υπ’ όψη τις λαμβάνετε;

Αλώβητος δεν νιώθω ποτέ απέναντι σε οτιδήποτε και πάντα λαμβάνω υπ’ όψη μου τη γνώμη του κάθε θεατή. Ομως άλλο αυστηρή κριτική και άλλο κανιβαλισμός. Πρέπει να τα ξεκαθαρίσουμε αυτά τα δύο, γιατί δυστυχώς διανύουμε μία εποχή που συνέχεια τα μπερδεύει. Με την κριτική, ακόμα και την πιο αυστηρή δεν έχω κανένα πρόβλημα. Απλά απαιτώ να έχει στόχο και αξιοπρέπεια.

Η ταινία «Αν...» κυκλοφορεί στις αίθουσες από τη Village Films.

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ