Τον Οκτώβριο του 1989, ένα περιοδικό με το όνομα ΣΙΝΕΜΑ κυκλοφορεί για πρώτη φορά και διάλεγε για εξώφυλλο του την τελευταία - όπως έδειχναν τα πράγματα - περιπέτεια του αγαπημένου του ήρωα. 200 Τεύχη και 19 Χρόνια μετά, το ΣΙΝΕΜΑ και ο Ιντιάνα Τζόουνς συναντιούνται ξανά με αφορμή την τέταρτη περιπέτεια του στην οθόνη.
Περιηγηθείτε στα τέσσερα κεφάλαια που έχει γράψει ο πιο ανήσυχος αρχαιολόγος της κινηματογραφικής ιστορίας και τα οποία βρίσκονται στη πάνω δεξιά στήλη ως σχετικά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Indiana Jones - Οι Κυνηγοί Της Χαμένης Κιβωτού
Raiders Of The Lost Ark / 1981
Κόστος: 21 εκατομμύρια δολάρια
Παγκόσμιες Εισπράξεις: 385 εκατομμύρια δολάρια
Οσκαρ: 9 υποψηφιότητες (ανάμεσά τους και αυτές για καλύτερη ταινία και σκηνοθεσία) - 4 βραβεία (εφέ, μοντάζ, καλλιτεχνική διεύθυνση και ήχος)
Ημερομηνία κυκλοφορίας στις ΗΠΑ: 12 Ιουνίου 1981
Σε μια μακρινή παραλία
Την ημέρα που ο «Πόλεμος Των Αστρων» έκανε πρεμιέρα στις αίθουσες της Αμερικής, ο Τζορτζ Λούκας ένιωθε, με κάθε λεπτό που περνούσε, να χάνει ολοένα την ψυχραιμία του. Το μυαλό του βασάνιζε μια ταινία που είχε στοιχίσει πολλά αλλά στην οποία είχαν πιστέψει ελάχιστοι, η πικρή εμπειρία μιας σειράς μουδιασμένων δοκιμαστικών προβολών, η πίεση ενός ολόκληρου στούντιο και ενός υπέρογκου προϋπολογισμού που έπρεπε πάση θυσία να κερδηθεί, η ατέρμονη αριθμολογία των εισπράξεων, η ατέλειωτη παραφιλολογία των εικασιών και των προσδοκιών για το φιλμ του. Ηταν ένα φορτίο το οποίο ο 33χρονος τότε σκηνοθέτης δεν ήξερε αν μπορεί να σηκώσει. Για τον λόγο αυτό, μάζεψε μερικά ρούχα σε μια βαλίτσα, και αποφάσισε να κρυφτεί κάπου μακριά από όλα αυτά. Γρήγορα βρήκε καταφύγιο σε ένα ήσυχο θέρετρο στη Χαβάη. Την επόμενη μέρα έφτασε εκεί ο φίλος του, Στίβεν Σπίλμπεργκ, για να του κάνει λίγη παρέα και για να τον παρηγορήσει σε περίπτωση όπου τα νέα για την πορεία της ταινίας προέκυπταν άσχημα. Καθισμένοι στην παραλία, το ίδιο απόγευμα, οι δυο άντρες μιλούσαν χαλαροί για τα μελλοντικά σχέδιά τους. Ο Σπίλμπεργκ εκμυστηρευόταν στον Λούκας την επιθυμία του να σκηνοθετήσει μια καθαρόαιμη περιπέτεια. Σκόπευε μάλιστα να προσεγγίσει τον παραγωγό των ταινιών Τζέιμς Μποντ, ο οποίος είχε προ διετίας απορρίψει την πρόθεση του σκηνοθέτη να γυρίσει ένα φιλμ της δημοφιλούς σειράς, και να του ζητήσει να κουβεντιάσουν εκ νέου το ενδεχόμενο. Ο Λούκας γύρισε προς το μέρος του και του πρότεινε να το ξεχάσει. «Σου έχω κάτι καλύτερο» του είπε. «Εχει τίτλο Οι Κυνηγοί Της Χαμένης Κιβωτού».
Η ιδέα είχε εμφανιστεί πρώτη φορά στο μυαλό του Λούκας το 1970, την περίοδο που ονειρευόταν μακρινούς γαλαξίες για να ξεγελάσει λίγο την απογοήτευσή του επειδή δεν έβρισκε αρκετούς υποστηρικτές για να τον βοηθήσουν να πραγματοποιήσει το «Αmerican Graffiti». Ο ήρωας που σκαρφίστηκε θα ήταν αρχαιολόγος και τυχοδιώκτης, ξεκάθαρα ένας άνθρωπος της δράσης αλλά και της κοσμοπολίτικης ζωής. Φυσιογνωμικά θα έμοιαζε στο παλιομοδίτικο μοντέλο αρσενικών που τόσο επάξια είχαν εκπροσωπήσει στην οθόνη ηθοποιοί όπως ο Γκάρι Κούπερ ή ο Κλαρκ Γκέιμπλ. Το όνομά του θα ήταν Ιντιάνα Σμιθ -όπως ακριβώς ονομαζόταν ο σκύλος που είχε ο σκηνοθέτης εκείνη την περίοδο- και θα έδινε την αφορμή για μια νοσταλγική αναβίωση των επεισοδιακών σίριαλ δράσης του 30 που έβλεπε, παιδί ακόμη, ο Λούκας τα πρωινά του Σαββάτου στην τηλεόραση. Με καλύτερα μέσα παραγωγής, περισσότερα χρήματα και μια κάποια δόση χιούμορ και ειρωνείας, ο επεισοδιακός χαρακτήρας και ο ενθουσιώδης αέρας που έκλειναν μέσα τους τα σίριαλ αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα να μεταφραστούν για λογαριασμό ενός πιο μοντέρνου κοινού.
«Και η ιστορία;» ρώτησε ο Σπίλμπεργκ. Η ιστορία θα εκτυλισσόταν στη δεκαετία του 30, λίγο πριν το ξεκίνημα του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, θα αφορούσε τις προσπάθειες του αρχαιολόγου να βρει τη μυθική Κιβωτό των Γραφών και να την προστατεύσει από τα χέρια των Ναζί που ήθελαν να αξιοποιήσουν τις υπερφυσικές της δυνάμεις για να κατακτήσουν τον κόσμο. Ο Λούκας έβλεπε τον φίλο του να τον παρακολουθεί με βλέμμα παιδικού ενθουσιασμού. Μόλις η διήγηση της ιστορίας έφτασε στο τέλος, ο Σπίλμπεργκ δήλωσε συνεπαρμένος και δεσμεύτηκε να γυρίσει ο ίδιος την ταινία, αμέσως αφού ολοκλήρωνε μια κωμωδία ονόματι «1941» που είχε στα σκαριά. Εν είδει συμφωνίας, οι δυο άντρες έδωσαν τα χέρια. Λίγο αργότερα, ένα τηλεφώνημα πληροφορούσε τον Τζορτζ Λούκας ότι, πίσω στις αίθουσες των ΗΠΑ, ο «Πόλεμος Των Αστρων» έσπαγε κάθε εισπρακτικό ρεκόρ.
Περίπου ένα χρόνο πιο μετά, τον Δεκέμβρη του 1979, το «1941» κυκλοφορούσε στην Αμερική για να κατακρεουργηθεί από τους κριτικούς της χώρας και να καταφέρει μόλις μετά βίας να φέρει πίσω τα 35 εκατομμύρια δολάρια που στοίχισε. Το ποσό-ρεκόρ για την εποχή που ξεπέρασε κατά πολύ το προβλεπόμενο κόστος και η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των γυρισμάτων κλόνισαν την αξιοπιστία που είχε ο Σπίλμπεργκ ως επαγγελματίας απέναντι στα στούντιο.
Θέλοντας να κερδίσει πίσω τη χαμένη του τιμή, ο σκηνοθέτης βάλθηκε να τελειώσει τους «Κυνηγούς» νωρίτερα από την προγραμματισμένη ημερομηνία και για λιγότερα χρήματα από τον σχεδιασμένο προϋπολογισμό τους. Τα κατάφερε, παρ όλο που ο μόνος άνθρωπος σε ολόκληρο το Χόλιγουντ που πίστευε εκείνη την περίοδο σε αυτόν και έπεισε την Paramount (μοναδικό στούντιο που έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για το σενάριο) να χρηματοδοτήσει το φιλμ ήταν ο Τζορτζ Λούκας. Και πήρε πίσω το αίμα του με τρόπο ηχηρό, αν σκεφτεί κανείς ότι η πρώτη περιπέτεια του Ιντιάνα Τζόουνς (που είχε ευτυχώς αναβαπτισθεί από Σμιθ) όχι μόνο αποτέλεσε την πιο μεγάλη επιτυχία της χρονιάς που κυκλοφόρησε, όχι μόνο έθεσε νέα εισπρακτικά δεδομένα, αλλά και εισχώρησε από νωρίς στις λίστες με τις πιο πετυχημένες δημιουργίες όλων των εποχών, χάρη στα 385 εκατομμύρια δολάρια που συγκέντρωσε από τα ταμεία του πλανήτη, έχοντας κοστίσει μόλις 20. Ολα αυτά δεν θα είχαν καμιά σημασία, βέβαια, αν οι «Κυνηγοί Της Χαμένης Κιβωτού» δεν αποτελούσαν την ωραιότερη ταινία περιπέτειας όλου του σινεμά.
Σε μια κοντινή επαρχία
Το να είσαι μικρό παιδί και να βλέπεις για πρώτη φορά τους «Κυνηγούς Της Χαμένης Κιβωτού» σε μεγάλη οθόνη είναι μια εμπειρία που θα κουβαλάς για πάντα. Εμένα αποτυπώθηκε τόσο έντονα στην μνήμη μου, ώστε θυμάμαι όχι μόνο τι συνέβη στη διάρκεια της προβολής, αλλά και τι προηγήθηκε αυτής. Θυμάμαι, ας πούμε, πως ήταν Τρίτη. Ηταν 1981. Ηταν παραμονές της 28ης Οκτωβρίου και δεν είχαμε την επόμενη μέρα σχολείο. Είχα τη μητέρα μου συντροφιά και πηγαίναμε να δούμε την ταινία στο κεντρικό σινεμά της επαρχιακής μας πόλης. Είχαμε σκοπό να πετύχουμε την προβολή των εφτά και μισή. Επρεπε μόνο να πείσουμε τον αιθουσάρχη να με αφήσει να μπω στην ταινία, γιατί ήταν «Ακατάλληλη» και, εκείνο τον καιρό, τέτοιοι χαρακτηρισμοί λαμβάνονταν σοβαρά στα υπ όψιν.
Ο αιθουσάρχης έκανε τα στραβά μάτια, βγάλαμε εισιτήρια, βρήκαμε δυο θέσεις στο κέντρο του σινεμά. Επειτα τα φώτα έσβησαν, το σήμα της Paramount μεταμορφώθηκε σε... βουνό των Ανδεων και, μέσα σε έξι μόλις λεπτά, ο Ιντιάνα Τζόουνς βρισκόταν στην καρδιά μιας πνιγμένης στην βλάστηση ζούγκλας, εισχωρούσε στο εσωτερικό ενός τρομακτικού σπηλαίου, υπερπηδούσε πλήθος θανάσιμων παγίδων, έκλεβε ένα ακριβοθώρητο αγαλματάκι, προδιδόταν από τους συντρόφους του, κινδύνευε να ποδοπατηθεί από έναν ογκώδη κυλιόμενο βράχο, προσπαθούσε να αποφύγει τα ακόντια μιας εχθρικής φυλής ιθαγενών και (ουφ!) αποδρούσε με ένα υδροπλάνο, έχοντας για παρέα στο πιλοτήριο τη μοναδική συντροφιά που αντιπαθούσε περισσότερο στον κόσμο: ένα φίδι!
Αυτό ήταν όλο. Η ταινία δεν είχε καλά-καλά αρχίσει και εγώ ήμουν ήδη ολοκληρωτικά δικός της. Για τα επόμενα εκατόν δέκα λεπτά, η καρδιά μου δεν σταμάτησε στιγμή να χτυπά δυνατά. Σε κάποιες σκηνές χτυπούσε ακόμη πιο δυνατά. Στο στιγμιότυπο όπου ο Ιντιάνα προσπαθεί να κλέψει την κιβωτό από τα φορτηγά των Ναζί. Στο Πηγάδι των Ψυχών, με τα χιλιάδες δηλητηριώδη ερπετά. Στο γκραν γκινιόλ φινάλε όπου η κιβωτός αποκαλύπτει τα τρομακτικά μυστικά της. Για τις δύο ώρες που απορροφούσα λαίμαργα κάθε συμπλοκή και δοκιμασία του πεισματάρη αρχαιολόγου, αισθανόμουν να συντελείται μπροστά μου κάτι εκπληκτικό, που δεν μπορούσα να σχηματίσω με λέξεις. Το μόνο που ήξερα ήταν πως αυτό που αντίκριζα στην οθόνη με δέος δεν ήθελα να τελειώσει ποτέ.
Στους αιώνες των αιώνων
Στις μέρες πριν την εμφάνιση του βίντεο, ο μοναδικός τρόπος για να ξαναζήσεις την εμπειρία μιας ταινίας ήταν να πληρώσεις ξανά εισιτήριο για να τη δεις. Αυτό προσπάθησα να κάνω με τους «Κυνηγούς», αλλά έμεινα με τον καημό. Η ταινία είχε ολοκληρώσει τις προβολές της στην πόλη μου και συνέχιζε το ταξίδι της για κάποιο άλλο μέρος. Ο μοναδικός τρόπος να κρατήσω από αυτήν κάτι δικό μου ήταν να κλέψω την αφίσα της και κάποιες φωτογραφίες, που έχω φυλάξει μέχρι σήμερα (μόλις κατάντησα αηδία!). Μετά από μερικά χρόνια, όταν απέκτησε και το δικό μας σπίτι βίντεο, ήταν η πρώτη κασέτα που αγόρασα. Την είδα τόσες φορές που σε μερικά σημεία η εικόνα έπαθε ανεπανόρθωτη ζημιά. Σταδιακά συνειδητοποίησα και αρκετά πράγματα που ήταν αδύνατο να αντιληφθώ όσο ήμουν μικρός. Οπως το πόσο ευγνώμονες οφείλουμε να είμαστε που το μαστίγιο του Ιντιάνα Τζόουνς δεν κατέληξε στα χέρια κάποιου άλλου ηθοποιού, αλλά στον Χάρισον Φορντ που μάλλον γεννήθηκε για να υποδυθεί αυτό τον ρόλο.Η πόσο ωραία είναι η δουλειά του Λόρενς Κάσνταν στο σενάριο. Φρέσκος από τη συγγραφή της «Αυτοκρατορίας Αντεπιτίθεται» (του καλύτερου μέρους σε όλο τον «Πόλεμο Των Αστρων»), ο μετέπειτα σκηνοθέτης της «Εξαψης» και της «Μεγάλης Ανατριχίλας» έδινε περισσότερες της μιας διάστασεις σε χαρακτήρες που κινδύνευαν να γίνουν καρικατούρες. Εκοβε αχρείαστες υποπλοκές από την αρχική ιστορία που είχαν σκαρφιστεί ο Τζορτζ Λούκας με τον Φίλιπ Κάουφμαν, τροφοδοτούσε με χιούμορ ακόμη και τις πιο σοβαρές καταστάσεις, γεννούσε αξιομνημόνευτα διαλογικά μέρη, έπλαθε εξαιρετικούς δεύτερους χαρακτήρες (κυρίως μέσα από το στρατόπεδο των Κακών), χάριζε στον πρωταγωνιστή μια ισάξιου δυναμισμού θηλυκή συντροφιά, ονόματι Μάριον Ρέιβενγουντ, και, κυρίως, σκιαγραφούσε έναν ακαταμάχητο και θαρραλέο αλλά ταυτόχρονα προσγειωμένο και τρωτό ήρωα. Που κουβαλά σε όλη τη διάρκεια του φιλμ τραύματα και πληγές από τα ανδραγαθήματά του. Και σε βάζει να συμμεριστείς κάθε αγωνία και φόβο του.
Πατώντας επάνω στις ασταμάτητα εφευρετικές σελίδες του Κάσνταν, ο Σπίλμπεργκ έπαιρνε τα συστατικά αυτά και τα στροβίλιζε σε έναν τυφώνα αδρεναλίνης που συνέδεε την περιπέτεια, τον ρομαντισμό, τον τρόμο και τη φαντασία σε μια ασταμάτητη μηχανή πρόκλησης συγκινήσεων. Πολύ πριν τη συνθετική εμπειρία της ψηφιακής εποχής, ο σκηνοθέτης επέλεγε η δράση του να είναι όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική, η βία του ενήλικη και σε σημεία σοκαριστική. Βρισκόμασταν, άλλωστε, στις αρχές του 80, όταν το να δείξεις ένα πρόσωπο να λιώνει ή ένα κεφάλι να εκρήγνυται θεωρείτο ακόμη επιτρεπτό στο σινεμά. Και ο Σπίλμπεργκ εκμεταλλεύτηκε όσο μπορούσε αυτή την ελευθερία.
Σκέφτομαι καμιά φορά μήπως ο ενθουσιασμός μου για την ταινία οφειλόταν στο ότι την είχα πρωτοδεί μικρός και μάλλον την τοποθέτησα αυτομάτως στο κουτί με τις υπόλοιπες ευλαβικές αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας. Ξέρω όμως πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Ο Ιντιάνα Τζόουνς ήταν πολύ απλά το κλειδί που μου άνοιξε διάπλατα μια πόρτα και με έσπρωξε να μπω μέσα της. Ηταν η ταινία που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ο κινηματογράφος είναι ικανός για τα πάντα, και κυρίως γι αυτό τον απαράμιλλο τρόπο που έχει να σε εισάγει σε έναν θαυμαστό κόσμο και να σου δημιουργεί την τέλεια ψευδαίσθηση ότι μπορείς κι εσύ για λίγο να κατοικήσεις μέσα του. Αυτό το ιδανικό ψέμα ήταν και το σημαντικότερο δώρο που πήρα από τους «Κυνηγούς Της Χαμένης Κιβωτού». Οταν τα φώτα της αίθουσας άναψαν, ένιωσα την ανάγκη να κρυφτώ στη θέση μου. Δεν ήθελα με τίποτα να βγω ξανά στον έξω κόσμο. Ηθελα να μείνω κλεισμένος μέσα εκεί για πάντα.
Λουκάς Κατσίκας
Οι κυνηγοί των χαμένων Trivia
* Εκτός από τους Τιμ Μάθεσον («Αnimal Ηouse») και Νικ Νόλτε που είχαν ληφθεί σοβαρά υπ όψιν από τους παραγωγούς για τον ρόλο του Ιντιάνα Τζόουνς, η επικρατέστερη επιλογή για να ερμηνεύσει τον χαρακτήρα του γοητευτικού αρχαιολόγου ήταν (αλίμονο!) ο Τομ Σέλεκ. Ευτυχώς, όμως, που ανειλημμένες υποχρεώσεις στην τηλεοπτική σειρά «Μάγκνουμ» όπου πρωταγωνιστούσε, δεν του επέτρεψαν να δεσμευτεί.
* Προτού η Κάρεν Αλεν φορέσει τα ρούχα της Μάριον Ρέιβενγουντ, ο ρόλος είχε ανατεθεί διαδοχικά στην Εϊμι Ιρβινγκ, μετέπειτα σύζυγο του Σπίλμπεργκ, η οποία όχι μόνο δεν τον δέχτηκε αλλά και ετοιμαζόταν να χωρίσει τον σκηνοθέτη, και μετά στην Ντέμπρα Γουίνγκερ.
* Παρ όλο που τρεις κασκαντέρ είχαν αναλάβει να αντικαθιστούν τον Χάρισον Φορντ στα πιο δύσκολα γυρίσματα, ο ηθοποιός εκτέλεσε τελικά ο ίδιος τις περισσότερες επικίνδυνες σκηνές.
* Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στην Τυνησία σύσσωμο το συνεργείο του φιλμ, συμπεριλαμβανομένων και των ηθοποιών, έπαθε τροφική δηλητηρίαση.
* Ο μοναδικός που παρέμεινε άθικτος ήταν ο Σπίλμπεργκ, επειδή έτρωγε συνέχεια δικές του κονσέρβες.
* Οι εναρκτήριες σκηνές της συμπλοκής στο καμπαρέ της Σαγκάης και το αγωνιώδες κυνηγητό με τα τρενάκια στη σήραγγα που βλέπουμε στο «Ο Ιντιάνα Τζόουνς Και Ο Ναός Του Χαμένου Θησαυρού» βρίσκονταν αρχικά στο σενάριο της πρώτης ταινίας και επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν εκεί.
* Η τελευταία σκηνή στην αποθήκη όπου βλέπουμε να καταλήγει σφραγισμένη η Κιβωτός ήταν φόρος τιμής σε μια από τις τελευταίες σεκάνς του «Πολίτη Κέιν».
* Η σκηνή κατά την οποία ο Ιντιάνα Τζόουνς πυροβολεί έναν επιδειξιομανή Αιγύπτιο ξιφομάχο προέβλεπε κανονικά από τον ήρωα να αφαιρεί το σπαθί από το χέρι του αντιπάλου του χρησιμοποιώντας το διάσημο μαστίγιό του. Χρειάστηκε όμως να αρκεστεί σε έναν σύντομο πυροβολισμό, όταν... ανωτέρα βία ανάγκαζε τον πάσχοντα από δυσεντερία Χάρισον Φορντ να επισκέπτεται κάθε δέκα λεπτά την τουαλέτα, συντομεύοντας αναγκαστικά κάθε ενδιάμεση δραστηριότητά του.