Ο Χάρι Παπαδόπουλος τα έχει όλα: μια έπαυλη, βραβεία και πλουσιοπάροχη ζωή. Η οικονομική κρίση, όμως, θα του τα πάρει όλα, εκτός από μια τελευταία ελπίδα: ένα ξεχασμένο μαγαζί με fish n’ chips. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι μοιράζεται το μαγαζί με τον αδερφό του, Σπύρο, με τον οποίο πρέπει να μάθει και πάλι να συμβιώνει μετά από χρόνια. Η απρόθυμη συνεργασία τους θα φέρει πλήθος προβλημάτων αλλά και μια αποκάλυψη για τον Χάρι: μόνο όταν χάνεις τα πάντα, είσαι ελεύθερος να τα ξαναβρείς.
Έχοντας κυκλοφορήσει πριν λιγότερο από ένα μήνα το πρώτο της τρέιλερ, το «Papadopoulos and Sons» του Μάρκου Μάρκου βρίσκεται αυτήν την περίοδο στις Κάννες και συγκεκριμένα στο τμήμα της Αγοράς, στο οποίο μαζεύονται οι άνθρωποι της βιομηχανίας για να κλείσουν εμπορικές συμφωνίες. Μιλήσαμε στον σεναριογράφο και σκηνοθέτη της ταινίας για την εμπειρία της πρώτης του ταινίας, τα επίκαιρα στοιχεία της, αλλά και τους εναλλακτικούς δρόμους διανομής.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα για την ταινία;
Όπως πολλά παιδιά μεταναστών, το μεγάλο ερώτημα που κυριαρχεί στη ζωή σου είναι το θέμα της ταυτότητάς σου. Γεννήθηκα στην Μεγάλη Βρετανία αλλά μεγάλωσα σε ένα σπίτι που μιλούσε ελληνικά, έτρωγε ελληνικό φαγητό και πήγαινε στην ελληνική εκκλησία. Οι γονείς μου, όμως, ήθελαν να αφομοιωθούμε στην βρετανική κοινωνία για προφανείς λόγους οπότε πήγαμε σε αγγλικά σχολεία και είχαμε Άγγλους φίλους. Παίζαμε ράγκμπι και υποστηρίζαμε την αγγλική ποδοσφαιρική ομάδα. Ήταν δύσκολο να τα ισορροπήσουμε. Διερωτάσαι: ποιος είμαι; Τι είμαι; Είμαι Έλληνας, Βρετανός; Και τι είμαι αν είμαι ένας γεννημένος στη Βρετανία Κύπριος; Ένιωθα ότι όταν γυρνούσα στην Κύπρο με έβλεπαν ως Βρετανό. Στην Βρετανία ήμουν Έλληνας. Στην Ελλάδα ήμουν Κύπριος! Οπότε μπορώ να πω ότι δούλευα για αυτήν την ταινία όλη μου τη ζωή.
Σκόπευες πάντα η πρώτη σου ταινία να είναι μια προσωπική ιστορία στην ελληνική κοινότητα στην Μεγάλη Βρετανία;
Πώς νομίζεις ότι αυτή η ιστορία του να επανεφεύρεις τον εαυτό σου και να ξεκινάς από την αρχή, ταιριάζει στην σημερινή πραγματικότητα; Ακούγεται επίκαιρη όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση γενικότερα.
Δεν έχουμε επιλογή. Το τραπεζικό σύστημα έχει καταρρεύσει, το σύστημα που δάνειζε ασύστολα έχει σπάσει. Αυτό δεν έχει ξανασυμβεί. Παρατηρώ, ακόμα και στην Βρετανία, μία μετατόπιση μακριά από μια υλιστική κοινωνία. Δεν υπάρχει πια στίγμα στο να αγοράζεις ρούχα από δεύτερο χέρι. Ξεκινούμε όλοι από την αρχή, όχι μόνο στην Ελλάδα ή την Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως. Και ένα από τα θέματα της ταινίας είναι το ότι το να ξεκινάς από την αρχή είναι ο σωστός δρόμος. Έχουμε αδίκως κατά τη γνώμη μου προτιμήσει τις μεγάλες εταιρείες αντί των μικρών επιχειρήσεων. Έτσι, ένα από τα σύμβολα της ταινίας είναι το παλιό, ξεχασμένο φισάδικο, που ξαναζωντανεύει. Και αυτό είναι και το ταξίδι του Χάρι. Από τη μια, πρέπει να συνδεθεί με τις αυθεντικές ρίζες του. Και πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα ότι μια μικρή κερδοφόρα επιχείρηση είναι πολύ πιο πολύτιμη από μια μεγαλύτερη που έχει απώλειες. Πιστεύω ειλικρινά ότι αυτό το έχουμε ξεχάσει.
Αυτή είναι η πρώτη σου ταινία. Ποιο από τα τρία στάδια (προ-παραγωγή, γυρίσματα, μοντάζ) βρήκες πιο δύσκολο;
Η πιο απαιτητική φάση για μένα είναι ο σχηματισμός της ιστορίας. Το πώς μετασχηματίζεις αυτό το δυνατό συναίσθημα που έχεις σε μια ιστορία που αποτελείται από διαλόγους ανάμεσα σε χαρακτήρες. Και πώς την κάνεις κωμωδία, έτσι ώστε να απευθυνθείς σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό; Πρέπει να δημιουργήσεις έναν ολόκληρο κόσμο - είναι το δυσκολότερο κομμάτι της διαδικασίας, και οι συγγραφείς σπάνια παίρνουν την αναγνώριση που τους αξίζει. Βρίσκω απίστευτο ότι βάζουμε τον σκηνοθέτη πάνω από τον σεναριογράφο, που δημιουργεί τους χαρακτήρες, τα θέματα, τα σύμβολα, την ιστορία. Ο σκηνοθέτης τα μεταφέρει στην οθόνη αλλά αν ο σεναριογράφος αποτύχει, τότε μάλλον θα αποτύχει και ο σκηνοθέτης. Αν πετύχει, ο σκηνοθέτης θα έχει ευκολότερη δουλειά.
Και ποιο στάδιο ήταν το πιο συναρπαστικό;
Πώς ήταν η διαδικασία του κάστινγκ; Πώς ήταν να σκηνοθετείς ηθοποιούς όπως ο Γιώργος Χωραφάς και ο Στίβεν Ντιλέιν;
Για τους περισσότερους ρόλους κάναμε οντισιόν, στις οποίες δούλεψα με την Άντζι Κάρολ. Έχω εκπαιδευτεί ως ηθοποιός οπότε μιλάμε την ίδια γλώσσα. Όσον αφορά τον Γιώργο και τον Στίβεν, τους κάναμε προτάσεις χωρίς να τους δούμε. Η δουλειά μου μαζί τους ήταν μια απόλαυση, μερικές φορές ξεχνούσα ότι σκηνοθετούσα ταινία. Και είναι πολύ καλοί άνθρωποι και οι δύο, πολύ διασκεδαστικοί, και (δεν ξέρω αν το ξέρουν αυτό ή όχι) επαναστάτες – δεν θα μπορούσαν να μην είναι όταν δουλεύουν με έναν πρωτάρη σκηνοθέτη σε ένα χαμηλού προϋπολογισμού φιλμ. Και γι’ αυτό θα είμαι πάντα ευγνώμων.
Έχεις γράψει θετικά για την εναλλακτική διανομή και προώθηση μέσω του Ίντερνετ και κινηθεί αντίστοιχα – έχει η παρουσία σου στις Κάννες αλλάξει τον τρόπο που βλέπεις την επιχειρηματική πλευρά του φεστιβάλ; Σκέφτεσαι ακόμη την πιθανότητα να πάρεις τον παραδοσιακό, φεστιβαλικό δρόμο;
Για τους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές το μέλλον είναι στην υβριδική διανομή, κάτι που να τα συνδυάζει όλα. Θα ήθελα να κάνω συμφωνίες για παραδοσιακή διανομή και γι’ αυτό βρίσκομαι στις Κάννες. Αλλά εκεί όπου δεν μπορώ να βρω έναν διανομέα με τον οποίο να συμφωνώ, ευχαρίστως θα κινηθώ μόνος μου και θα χρησιμοποιήσω το Ίντερνετ, μια προσέγγιση που ταιριάζει άλλωστε και στον τρόπο με τον οποίο έγινε η ταινία.
Το Ίντερνετ είναι συναρπαστικό, πιστεύω ότι είναι το μέλλον. Μπορείς να χτίσεις το κοινό σου και να δημιουργήσεις ζήτηση. Δεν είμαι εναντίον να κάνω δωρεάν online προβολές για να χτίσω το κοινό μου. Δεν χάνεις κάτι, όπως πιστεύει η βιομηχανία. Μερικές από τις αγαπημένες μου ταινίες – «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», «Ο Νονός», «Καζαμπλάνκα», «Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος» - είναι ταινίες που δεν είδα ποτέ στο σινεμά. Έχει υπονομευθεί η σχέση μου μαζί τους επειδή δεν τις είδα στην μεγάλη οθόνη; Ανακαλύπτουμε κάποιες μεγάλες ταινίες χάρη στο Ίντερνετ. Δεν το μειώνω καθόλου.
Διαβάστε περισσότερα στην επίσημη ιστοσελίδα της ταινίας και επισκεφθείτε την ειδική ενότητα του cinemagazine.gr για συνεχή ενημέρωση για ό,τι συμβαίνει στο φεστιβάλ Καννών.
Χριστίνα Λιάπη