Υπήρχε μία εποχή που οι υπερήρωες τις μεγάλης οθόνης δεν είχαν απαραίτητα μυώδη διάπλαση, ψηφιακή ενίσχυση και λάτεξ στολές. Ήταν η εποχή που το κινηματογραφικό φαντασιακό υποσυνείδητο συναντούσε τις λογοτεχνικές πηγές και το κινηματογραφικό θαύμα έβρισκε αφετηρία στην τερατογένεση!
Τα μνημειώδη τέρατα της Universal ήταν σκοτεινά δημιουργήματα μιας ανεξερεύνητης, εσωτερικής χώρας, που μέσα από ρομαντικά κι εμμονικά μοτίβα μπόρεσαν να υποβάλουν την αγωνία του αναπόφευκτου τρόμου, γράφοντας ανεξίτηλα στο πανί και στη σινεφίλ ψυχή.
Οι πρώτες ταινίες τρόμου της Universal τις δεκαετίες 1920-1930, άσκησαν τεράστια επιρροή και αν μερικές δεν φαντάζουν τόσο ποιοτικές ή τρομακτικές πια, αξίζει να σημειωθεί πως η χειροποίητη στόφα και η ανεπιτήδευτη δημιουργική τους φιλοδοξία, ξεπερνούν σε έμπνευση και ρώμη τους απανταχού εκδικητές...
Με αφορμή την κυκλοφορία του «Αόρατου Ανθρώπου», μίας αναπάντεχα φρέσκιας ανάγνωσης της γνωστής ιστορίας δια χειρός Λι Γουανέλ («Insidious:Chapter 3», «Upgrade») με πρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ Μος, ταινίας που αφήνει πίσω τη μεγαλεπίβολη ιδέα του «Dark Universe» μετά την παταγώγη αποτυχία της «Μούμιας», συναντάμε ξανά μερικά από τα αρχετυπικά Universal Monsters.
«Άσυλο! Άσυλο!»
Κουασιμόδος (Λον Τσάνεϊ)
Παναγία των Παρισίων (1923) του Γουάλας Γουόρσλεϊ
Κανείς δεν μπορεί να θυμηθεί το πρόσωπο του Λον Τσάνεϊ. Πολλοί, όμως, μπορούν να ανακαλέσουν τη φιγούρα του Κουασιμόδου της «Παναγιάς των Παρισίων» (1923) ή το Φάντασμα από «Το Φάντασμα της Όπερας» του Ρούπερτ Τζούλιαν. Ο ηθοποιός που θυσίασε την υστεροφημία του κρυμμένος πίσω από το βαρύ μακιγιάζ που επέβαλαν οι παραπάνω ρόλοι, έγινε ένα από τα πρώτα τέρατα της οθόνης και ένα από τα πρώτα ιστορικά τέρατα της Universal, αφού η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Βίκτορ Ουγκό ήταν η πρώτη ταινία τρόμου του στούντιο. Η σύνδεση του ρομαντικού δράματος και του γοτθικού τρόμου, στάθηκαν επιτυχημένα εμπορικά και έδωσαν το στίγμα, αλλά και την τόλμη, για όσα θα ακολουθούσαν.
«Κοίτα! Κινείται! Είναι ζωντανό!»
Χένρι Φρανκενστάιν (Κόλιν Κλάιβ)
Φρανκενστάιν (1931) του Τζέιμς Γουέιλ
Μία ελεγεία στη διαφορετικότητα, από έναν σκηνοθέτη που αντιμετώπιζε με θάρρος προσωπικούς «Θεούς και Δαίμονες», είναι ο «Φρανκενστάιν» του Τζέιμς Γουέιλ. Ένας μεγάλος μύθος της επιστημονικής φαντασίας συναντά τη μοιραία ανάγκη της ανθρώπινης αγωνίας: τη δημιουργία της ζωής. Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μέρι Σέλλεϊ, ο Δρ. Φρανκενστάιν θέτει την υπέρτατη πρόκληση, να δημιουργήσει ένα ζωντανό πλάσμα από μέλη πτωμάτων χρησιμοποιώντας το θαύμα του 20ού αιώνα, τον ηλεκτρισμό. Μπορεί ένα τέρας να εξανθρωπιστεί; Είναι δυνατόν η ανθρώπινη προκατάληψη να γίνει φιλική αμεροληψία;
Η ποιητική σκηνοθεσία του Γουέιλ, το ανυπέρβλητο μακιγιάζ και το απόκοσμο πρόσωπο του Μπόρις Καρλόφ, πέτυχαν να εμφυσήσουν ζωή σε ένα ακόμα κινηματογραφικό τέρας που μέσα από τη δύσκαμπτη, πελώρια μορφή του έκρυβε, όπως και η ταινία, μία ευαίσθητη λεπτότητα και μία υπαινικτική φρίκη. Στόχος του Γουέιλ δεν ήταν η αποτύπωση της βίας, αλλά ο ψυχρός κοινωνικός τρόμος και η εγγενής ανατριχίλα. Μεγάλη εμπορική επιτυχία της εποχής του, ο «Φρανκενστάιν» παραμένει μία από τις επιδραστικότερες ταινίες τρόμου με πληθώρα αναφορών, κινηματογραφικών σίκουελ και ριμέικ.
«Είμαι ο Δράκουλας. Σε καλωσορίζω.»
Δράκουλας (Μπέλα Λουγκόζι)
Δράκουλας (1931) του Τοντ Μπράουνινγκ
«Η ιστορία του πιο παράξενου πάθους που γνώρισε ποτέ ο κόσμος». Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτή ήταν η διαφημιστική πρόταση προώθησης της θρυλικής ταινίας του Τοντ Μπράουνινγκ που εισήγαγε στην οθόνη και στο παγκόσμιο συνειδητό, την εικόνα του αιμοδιψή άρχοντα του φανταστικού, τον Κόμη Δράκουλα. Γυρισμένη την ίδια χρονιά με το «Φρανκενστάιν», ο «Δράκουλας» με πρωταγωνιστή τον επιβλητικό Μπέλα Λουγκόζι, έγινε το κινηματογραφικό πρότυπο που σαγήνευσε το κοινό και στάθηκε ως η αξεπέραστη εικαστική απεικόνιση του Κόμη για πολλά χρόνια.
Το 1927 όταν ένας θεατρικός θίασος της Νέας Υόρκης ανέβασε μία διασκευή του γοτθικού επιστολικού μυθιστορήματος του Μπραμ Στόκερ με μεγάλη επιτυχία, η Universal βρήκε το νέο τέρας της. Ο Τοντ Μπράουνινγκ, ένας σκηνοθέτης με ιδιόρρυθμες καλλιτεχνικές ευαισθησίες (ο Μπράουνινγκ την επόμενη χρονιά σκηνοθέτησε το «Freaks»), ανέλαβε την ταινία και ο Ούγγρος Μπέλα Λουγκόζι επιλέχθηκε να ενσαρκώσει τον Δράκουλα.
Όπως και με τον Μπόρις Καρλόφ, η ταύτιση του Λουγκόζι με τον ρόλο είναι υπερβατική. Το βλέμμα του παραλύει τον θεατή, η στεντόρεια φωνή του υποβάλει και το χλωμό παρουσιαστικό του επιβάλλεται. Ο ηθοποιός και ο χαρακτήρας έγιναν ένα, με την εικόνα να να συμπληρώνει και να ολοκληρώνει τη συμφωνία.
Με διάθεση κοσμικής ειρωνείας, ο «Δράκουλας» έκανε πρεμιέρα το 1931, την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου. Οι κριτικοί ενθουσιάστηκαν και το κοινό ακολούθησε υπνωτισμένο. Ο «Δράκουλας» ήταν θέαμα πρωτόγνωρο, τρομαχτικό και ερωτικό ταυτόχρονα και η παράξενη, απόκοσμη ποιότητά του δημιούργησε έναν κινηματογραφικό μύθο που έγραψε θριαμβευτικά την εισαγωγή σε ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα κεφάλαια του σινεμά του φανταστικού.
«Θα ξυπνήσω αναμνήσεις έρωτα, εγκλήματος και ...θανάτου.»
Ιμχοτέπ (Μπόρις Καρλόφ)
Η Μούμια (1932) του Καρλ Φρόυντ
Το 1930, η ταρίχευση ως φυσικό ανάλογο της συντήρησης «ζωής» μετά θάνατο, ήταν μία πρωτόφαντη ιδέα και η ανακάλυψη του τάφου του Τουταγχαμόν ήταν σχετικά πρόσφατη. Τα παραπάνω έδωσαν αφορμή στη Universal για άλλη μία ταινία τρόμου που αναπτύχθηκε πάνω σε μία πρωτότυπη ιδέα, βασισμένη χαλαρά σε πλήθος λογοτεχνικών πηγών.
Στον αντίποδα του γελοίου ριμέικ του 1998 από τον Στίβεν Σόμερς, αυτή η «Μούμια» είναι μία αισθαντική ταινία τρόμου που αφηγείται με εγκράτεια και αξιοσημείωτη ατμόσφαιρα, μία ρομαντική ιστορία. Ο Μπόρις Καρλόφ, σφραγίζοντας την καλλιτεχνική του αξία, αναλαμβάνει άλλο ένα τέρας με ερμηνευτική εγκράτεια και αινιγματικό χαρακτήρα και ο σκηνοθέτης Καρλ Φρόιντ τιμά τις εξπρεσιονιστικές καταβολές του, δημιουργώντας μία ταινία μυστηριακή, μα πάνω απ’ όλα όμορφη.
«Μην ανησυχείς, όλος ο κόσμος είναι η κρυψώνα μου.»
Δρ. Τζακ Γκρίφιν (Κλοντ Ρέινς)
Ο Αόρατος Άνθρωπος (1933) του Τζέιμς Γουέιλ
Μετά την επιτυχία του «Φρανκενστάιν» οι παραγωγοί κατά την προσφιλή τους μέθοδο, ζητούσαν ένα σίκουελ. Ο Τζέιμς Γουέιλ αρνήθηκε και αντιπρότεινε ένα διαφορετικό τέρας. Ο «Αόρατος Άνθρωπος» αποτελεί μεταφορά του ευρηματικού μυθιστορήματος του Χ.Τζ.Γουέλς και είναι μία παραβολή της τρέλας και της μεγαλομανίας του ανθρώπου που επιζητεί λυσσαλέα την εμφανή επίδειξη και ανταμείβεται με την αφανή παρουσία. Με πρωταγωνιστή τον άγνωστο τότε Κλοντ Ρέινς («Καζαμπλάνκα») ο Γουέιλ επιλέγει το σκηνικό περιβάλλον της αγγλικής υπαίθρου και κριτικάρει την έπαρση της επιστημονικής κοινότητας με ένα εντυπωσιακό φιλμ υψηλής διανόησης, περίτεχνων-πρωτοποριακών εφέ και διακριτικής αίσθησης του χιούμορ.
«Ευχαριστώ για τη σφαίρα. Ήταν ο μόνος τρόπος.»
Δρ. Γουίλφρεντ Γκλέντον (Χένρι Χαλ)
Ο Λύκος του Λονδίνου (1935) του Στιούαρτ Γουόλκερ
Σαν άλλος Τζέκιλ και Χάιντ, ο Γουίλφρεντ Γκλέντον μετά από ένα μοιραίο δάγκωμα ενός μυστηριώδους πλάσματος, μεταμορφώνεται σε Λύκο. Δίχως συγκεκριμένη λογοτεχνική βάση, ο «Λύκος του Λονδίνου» αποτελεί ένα χαρμάνι λαϊκών παραδόσεων και την πρώτη σοβαρή κινηματογραφική μεταφορά του προαιώνιου μύθου της λυκανθρωπίας. Τα πειστικά εφέ της μεταμόρφωσης και οι κοινωνικές αναλογίες που εμποτίζουν το σενάριο, δεν ικανοποιήσαν το κοινό με αποτέλεσμα η Universal να γυρίσει έξι χρόνια μετά το ανώτερο «Λυκάνθρωπος» (1941) συγκεντρώνοντας ένα all star cast «τεράτων» της υποκριτικής, τους Μπέλα Λουγκόζι, Κλοντ Ρέινς και τον γιο του Λον Τσάνεϊ στον ομώνυμο ρόλο.