«Δεν ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα»: Η Βάλια Τσιριγώτη γράφει για τη «Ζαν Ντιλμάν» της Σαντάλ Ακερμάν

Η Βάλια Τσιριγώτη, κοινωνιολόγος με ειδίκευση στην Ψυχική Υγεία και τον Πολιτισμό, προλόγισε την προβολή της «Ζαν Ντιλμάν» που πραγματοποίησαν οι Νύχτες Πρεμιέρας την Κυριακή 15 Ιανουαρίου στον κινηματογράφο Άστορ. Μοιραζόμαστε το κείμενό της, την ευχαριστούμε πολύ για την παρουσία της στην προβολή και σας υπενθυμίζουμε πως έχετε μία ακόμη ευκαιρία να παρακολουθήσετε την ταινία στο Άστορ την Δευτέρα 23 Ιανουαρίου.

Από την Βάλια Τσιριγώτη
«Δεν ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα»: Η Βάλια Τσιριγώτη γράφει για τη «Ζαν Ντιλμάν» της Σαντάλ Ακερμάν

«Αν ήμουν γυναίκα δε θα κοιμόμουν με κάποιον που δε θα αγαπούσα» λέει ο γιός της Dielman στην Dielman, την πρωταγωνίστρια της ταινίας. «Δεν ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα», θα του απαντήσει εκείνη. Η Chantal Akerman κινηματογραφεί ακριβώς για τις ρίζες και το αποτέλεσμα αυτής της φράσης, για το «δεν ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα». Υποθέτω πως πολλές, πολλά και πολλοί  βρίσκεστε εδώ για να δείτε την πρώτη ταινία από γυναίκα σκηνοθέτιδα που βραβεύθηκε ως η καλύτερη όλων των εποχών για αυτή τη δεκαετία. Πολλοί ίσως περιμένετε να δείτε πως μπορεί να είναι μια τέτοια ταινία. Πολλά άρθρα γράφτηκαν, κάποια έκαναν όχι αδίκως λόγο για σοκ στο σύστημα, εγώ γέλασα περισσότερο με έναν τίτλο που έλεγε «μωρή Σαντάλ Ακερμάν, ούτε στον ύπνο σου» ενώ παράλληλα βρήκα πολύ εύστοχη την περιγραφή  «Η Jeanne Dielman νίκησε τον Πολίτη Κειν» και θα επανέλθω σε αυτό αργότερα.  Δεν υποδέχτηκαν λοιπόν φυσικά όλοι με εορταστική ατμόσφαιρα το αποτέλεσμα του Sight and Sound, με τους πολέμιους να έχουν δύο βασικά επιχειρήματα που έχει αξία να τα ακούσουμε γιατί είναι αυτά που στην πραγματικότητα θα μας αποδείξουν τόσο τη σημαντικότητα  της Chantal Akerman, όσο κατά τη γνώμη μου κάποια από τα βασικά σημεία της συζήτησης με αφορμή την ταινία Jeanne Dielman. Η Jeanne είναι μια γυναίκα νοικοκυρά, χήρα και σεξεργάτρια.  Η πρώτη ένσταση λοιπόν αφορά το #ΜeToo.  Όσοι συγχύστηκαν με το αποτέλεσμα  υποστήριξαν πως  είναι επηρεασμένο από την «θύελλα της διαφορετικότητας και της ισότητας» και πως αυτό δεν είναι καλλιτεχνικό κριτήριο, καθώς και εκεί περνάμε στο επόμενο επιχείρημα, το Jeanne Dielman είναι μια ταινία όπου παρακολουθούμε επί 3 ώρες και 20 λεπτά τη ζωή μιας νοικοκυράς και αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά βαρετό. Νομίζω πως αν η Akerman μπορούσε να είναι απόψε μαζί μας, θα χαμογελούσε γιατί μάλλον όλα αυτά είναι όλα όσα την έκαναν να θέλει να απαντήσει εκείνο το «δεν ξέρεις, δεν είσαι γυναίκα», είναι όλα όσα κάνουν την ταινία ριζοσπαστική. Αλήθεια  ποιος μέχρι τότε θεώρησε και σκέφτηκε σημαντικό να κινηματογραφήσει τη ζωή μιας γυναίκας νοικοκυράς, ποιος θα έδινε ορατότητα σε κάτι τέτοιο;  Η Αkerman ήταν Εβραία, λεσβία και φεμινίστρια. Δεν ήθελε όμως  να λένε πως ο κινηματογράφος της είναι φεμινιστικός. Ήθελε όπως έλεγα να κάνει ταινίες της Chantal Akerman και νομίζω πως με αυτό μιλούσε ακριβώς, για την ανάγκη να μπορούμε να είμαστε με όποιο τρόπο θέλουμε γυναίκες ή μη γυναίκες –θηλυκότητες-, χωρίς αυτό εκ προοιμίου να μας καταδικάζει σε ερμηνείες και οριοθετημένα μοντέλα ζωής από όπου και να σφυρηλατούνται, είχε την ανάγκη να υπάρχει με έναν τρόπο προσωπικό και όχι ετεροκαθορισμένο και καθοδηγούμενο.  

 Όταν λοιπόν ένα έργο καταδικάζεται εκ προοιμίου ως πολύ γυναίκειο, άρα βαρετό, άρα όχι σημαντικό, άρα όχι υψηλό, ανοίγει ένας διάλογος γύρω από κινηματογράφο προς δύο κατευθύνσεις:  η μία αφορά την πρόσληψη της τέχνης αυτήν κάθε αυτήν και την ακαδημία. Ποια είναι τα κριτήρια της υψηλής και σπουδαίας τέχνης, μέσα σε ποιες σχολές και ποιες ακαδημίες έχουν διαμορφωθεί αυτά τα πρότυπα, μήπως μέσα σε εκείνες που αποκλείουν αιώνες  οτιδήποτε θηλυκό, γιατί είναι υψηλός κινηματογράφος ο εξαιρετικός κατά τα άλλα Πολίτης Κειν αλλά παραξενευόμαστε με τον πειραματικό κινηματογράφο της Akerman;  Και η άλλη κατεύθυνση  αφορά τον κινηματογράφο και την κοινωνία.   

Και όταν αυτά τα δύο συνομιλούν, αισθητική και κοινωνικές διεκδικήσεις, αναιρείται η καλλιτεχνική αξία ενός έργου αν αυτό επηρεάζεται ή αντανακλά το γυναικείο κίνημα; Δεν μπορεί το γυναίκειο να παράγει κάτι άξιο από μόνο του; Επηρεάστηκε λοιπόν από το ΜeΤoo το αποτέλεσμα του Sight and Sound; Κατά τη γνώμη μου ξεκάθαρα ναι. Με τον ίδιο τρόπο που η Chantal Akerman όταν φτιάχνει την ταινία στα 25 της μόλις χρόνια επηρεάζεται από το δεύτερο κύμα φεμινισμού στην Ευρώπη. Αυτό που μοιάζει να μην είναι κατανοητό ακόμη για όλους,  είναι πως είναι κέρδος για την τέχνη να έχει επηρεαστεί από το κίνημα ΜeToo. Η τέχνη όποιο ρεύμα και να χρησιμοποιεί οφείλει να πασχίζει να εξανθρωπίζει, κάποτε ξέρετε το να βάζεις μια αληθινή σκηνή βιασμού μέσα στο «Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι» για κάποιους ήταν ιδιοφυές. Λυπάμαι που θα τους στεναχωρήσω, αλλά σήμερα ευτυχώς είναι κακοποίηση. Είμαι βέβαιη πως τόσο η ίδια η ταινία της  Akerman, όσο και η θέση που πήρε στην ψηφοφορία είναι δύο συμβάντα  επηρεασμένα από την εποχή τους κι αυτό είναι επίσης κέρδος, να συνομιλείς με τις ανάσες μιας εποχής. Και ως έτσι μάλλον οφείλουμε να αναγνωρίσουμε και το αποτέλεσμα αυτής της ψηφοφορίας, ως κάτι που έχει να υποδηλώσει και εκείνο κάτι για την εποχή μας, ως έτσι οφείλουμε να προσεγγίσουμε αυτή την επιλογή.  Η Akerman ανήκει και στην queer τέχνη,  ιδίως με την ταινία της «Εγώ, εσύ, εκείνος, εκείνη» . Oι προβληματισμοί αυτοί γύρω από τα κριτήρια της υψηλής τέχνης μοιάζουν να πολεμούν συχνά και την queer τέχνη, όσο και την γυναίκεια.  Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως το έργο της Akerman έχει καλλιτεχνική αξία, άρτια τεχνική, καταπληκτικό καδράρισμα, εξαιρετική σκηνογραφία. Παρ’όλα αυτά είναι μια τέχνη που συνομιλεί με την ατέλεια της καθημερινότητας. Με τις καμένες πατάτες και τα χαλασμένα παπούτσια του γιού της Dielman, είναι μια τέχνη της ανθρωπινότητας. 

Βάλια Τσιριγώτη

Φέτος το νόμπελ Λογοτεχνίας  ίσως θυμάστε ότι δόθηκε στην Ανί Ενρό, μια γαλλίδα λογοτέχνιδα γνωστή για τα αυτοβιογραφικά της μυθιστορήματα με γυναίκειο περιεχόμενο, ήταν ένα γεγονός που άνοιξε μια παρόμοια διαμάχη όπως αυτήν που περιέγραψα για την επιλογή της Chantal Akerman στην πρώτη θέση του Sight and Sound. Φαίνεται πως το ενδιαφέρον της εποχής μας αρχίζει να μετακινείται προς το βίωμα, την αληθινή ιστορία των ανθρώπων. Η τέχνη της αφήγησης αρχίζει να θέτει  πολύ έντονα στο επίκεντρο την καθημερινή ζωή, το τραύμα και την αποσιώπηση του τραύματος.  Η δημοφιλία επίσης του πρόσφατου “Aftersun” ίσως να είναι μια τέτοια περίπτωση.  

Το έργο της Akerman λοιπόν μοιάζει να επαναξιολογείται  μερικές δεκαετίες αργότερα και μέσα από αυτό το φακό. Η Chantal Akerman εκκινεί  από αυτό που ονομάστηκε κινηματογράφος του πραγματικού, είναι ντοκιμενταρίστρια με την διευρυμένη έννοια του ντοκουμέντου και κάνει αυτοβιογραφικό σινεμά ακόμα και όταν δεν πρόκειται για ντοκιμαντέρ, ακόμα και όταν δεν την βλέπουμε εκεί, ακόμα και όταν μυθοπλάθει. «Αν έχω τη φήμη ότι το έργο μου είναι δύσκολο, είναι γιατί αγαπώ την καθημερινή ζωή και θέλω να την παρουσιάζω στην οθόνη» έλεγε η ίδια.  

Την δεκαετία του ‘70 που η Chantal θα φτιάξει την Jeanne της, οι κινηματογραφικές σπουδές θα δώσουν χώρο να εκφραστούν οι φεμινιστικές ανησυχίες. Για πρώτη φορά τη δεκαετία εκείνη η Mulvey, η οποία είναι μεγάλη θαυμάστρια της Chantal και ένιωσε βαθιά δικαιωμένη από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, έγραψε και ένα πολύ όμορφο κείμενο, θα επινοήσει τον όρο «ανδρικό βλέμμα», θέλοντας να πει με απλά λόγια πως οι άνδρες είναι αυτοί που γράφουν, σκηνοθετούν, πρωταγωνιστούν και βλέπουν ταινίες. Είναι το ίδιο που θα απαντήσει η Akerman όταν θα τη ρωτήσει μια δημοσιογράφος για την ταινία της «Γιατί θεωρήσατε σημαντικό να δείξετε την καθημερινή ρουτίνα μιας γυναίκας;», «Διότι το σινεμά δείχνει μια εικόνα των γυναικών, από την ανδρική οπτική, η οποία είναι απολύτως ψεύτικη». Για αυτό το λόγο για αυτή της την ταινία θα επιλέξει να δουλέψει αποκλειστικά μόνο με γυναίκες, με γυναικείο επιτελείο σε όλα τα κινηματογραφικά πόστα. 

Ο χώρος, ο χρόνος και τα αντικείμενα μοιάζουν να είναι τα μέσα που σχηματίζουν τον κόσμο της Jeanne Dielman.  Ο πλήρης τίτλος της ταινίας “Jeanne Dielman, 23 quai du commerce, 108 Bruxelles,  το όνομα του δρόμου της, ήδη κάπως μας προδιαθέτει για μια γυναίκα ταυτόσημη του χώρου. Οι κλειστοί χώροι που βιώνει είναι έντονα έμφυλα φορτισμένοι, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα, τα μαγαζιά της γειτονιάς, με έντονο φορμαλισμό μοιάζουν να εκφράζουν και για την ίδια τη σκηνοθέτιδα κάτι βαθιά βιωματικό. Δημιουργεί συνολικά ταινίες κλειστών χώρων, συνδιαλέγεται σκληρά με το χώρο και αυτό σημαίνει κάτι. Σημαίνει μάλλον πολλά  για το έμφυλο βίωμα.  Ο δημόσιος χώρος ως απειλητικός για το θηλυκό σώμα οδηγεί σε εγκλωβισμούς, ενώ το ιδιωτικό  παραμένει αόρατο, όπως  η ζωή μιας νοικοκυράς δεν θεωρείται άξια λόγου. Παράλληλα, αυτό το ιδιωτικό για μια γυναίκα νοικοκυρά  όπως η  Jeanne διαρρηγνύεται διαρκώς. Δεν υπάρχει προσωπικός χώρος για εκείνην, το σπίτι είναι ένα μέρος επιτέλεσης, μητρότητας, εργασίας, διαρκούς προσφοράς. Η Chantal μέσα σε αυτήν την κλειστή φόρμα επιμηκύνει σκόπιμα τα πλάνα της  και αφήνεται στη μεγάλη διάρκεια. Με αυτό τον τρόπο χτίζει ένα χρόνο βιωματικό. Συνθέτει την ανθρώπινη κατάσταση. Είναι βέβαιο πως αναγνωρίζει τι θα προκαλέσει αυτό στο θεατή. Είναι βέβαιο πως αυτό θα προξενήσει και δυσφορία. Μοιάζει ακριβώς με ότι αιώνες τώρα καλείται να αντέξει μια γυναίκα που της επιβλήθηκε το σπίτι ως χώρος υποταγής. Με επίκεντρο το σώμα ακολουθεί έναν καλοκουρδισμένο ρυθμό που σταδιακά απορρυθμίζεται μέχρι την κορύφωση  που διαλύει τη δομή. Εδώ η πλοκή είναι ο χρόνος. Η επαναληπτικότητα μέσα στο χρόνο ενσαρκώνει την επιτέλεση του φύλου της πρωταγωνίστριας, θυμίζοντας με αυτή την επανάληψη τον ορισμό της Butler για το φύλο «ως ένα σύνολο επαναλαμβανώμενων πράξεων μέσα σε ένα άκαμπτο ρυθμιστικό πλαίσιο».  

Η Βάλια Τσιριγώτη μαζί με την Μαρία Ναθαναήλ (Υπεύθυνη Επικοινωνίας του ΔΦΚΑ Νύχτες Πρεμιέρας) στο Άστορ

Και εδώ χρειάζεται ένα ακόμα σχόλιο για την αξία της Chantal στο παρόν. Μήπως η  επιλογή της από την πλειοψηφία των κριτικών και η νίκη της πρώτης θέσης υποδηλώνει την ανάγκη και το αγκάλιασμα για έναν κινηματογράφο που δοκιμάζει ξανά και άλλες ταχύτητες; Στην εποχή της ευκολίας και της  γρήγορης εικόνας, ο κινηματογράφος της παρατήρησης της Ακερμάν έχει την αξία του ως έτσι, καθώς μας προσκαλεί να επενδύσουμε στις λεπτομέρειες, να αφοσιωθούμε και να αφιερώσουμε χρόνο. Και ναι, να δοκιμαστούμε.   

Το βαθιά ριζοσπαστικό της Chantal που καταργεί το ανδρικό βλέμμα, είναι η απόφαση της να βάλει στο επίκεντρο μια γυναίκα που είναι νοικοκυρά, σεξεργάτρια και μητέρα, δίνοντας ορατότητα σε διαστάσεις του έμφυλου όπως  την  οικιακή εργασία, την μητρότητα και την σεξεργασία που είναι αποσιωποιημένες  και έχουν κοινό τόπο την απουσία δικαιωμάτων. Καταφέρνει κάτι σπουδαίο: καταργεί την διχοτόμηση ανάμεσα στο κλασικό δίπολο της νοικοκυράς και της πόρνης, χωρίς να εξωτικοποιεί καθόλου την σεξεργασία. Ανάμεσα στην μητρότητα και την πορνεία η Ζαν δεν αλλάζει ρούχα, δεν αλλάζει συνήθειες.  Το φως και μια σουπιέρα για τα χρήματα είναι μόνο όσα μοιάζει να παίρνουν άλλους ρόλους όταν έρχονται οι πελάτες της, καθώς εκείνη  αυτόματα κλείνει το φως κάθε φορά που βγαίνει από το δωμάτιο.  Πάνω σε αυτούς τις διακόπτες που κλείνουν κάθε φορά που εκείνη βγαίνει, υπάρχει κάτι που ίσως συχνά παραβλέπεται ή δεν συζητιέται αρκετά, μα είναι άμεσα συνυφασμένο με το γυναικείο ζήτημα, την επιτελεστικότητα, τον εγκλωβισμό: η οικονομική καταπίεση. Η αγωνία της επιβίωσης που είναι τόσο κανονικοποιημένη που σχεδόν δεν φαίνεται.   

Κλείνοντας, καθώς γνωρίζω καλά πως υπάρχει μια πύλη στην κόλαση μόνο για αυτές που κάνουν σπόιλερ στις ταινίες, θα σχολιάσω μοναχά το εξής:  Η Chantal δεν χτίζει αγίες. Η κλιμάκωση της  βουβής οργής, που μοιάζει να είναι επηρεασμένη και από τις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις της εποχής της που δεν άφησαν ανεπηρέαστες τις φεμινίστριες τότε, ανοίγει ερωτήματα γύρω από τη βία. Μα αυτή η κλιμάκωση μοιάζει να είναι ο μόνος ίσως τρόπος, όπως θα έλεγε και η φίλη μας η  Mulvey,  «να συλλάβει μια νέα γλώσσα επιθυμίας». 

Σίγουρα η Jeanne Dielman δεν μοιάζει με καμία από τις καλύτερες ταινίες που μέχρι τώρα ξέραμε.  Κλείνοντας λοιπόν, επιστρέφω σε εκείνο το «Η Jeanne Dielman νίκησε τον Πολίτη Κέιν». Ο Κέιν σίγουρα είναι άντρας και η Ζαν γυναίκα. Ο Κέιν είναι ένας πλούσιος που πεθαίνει μόνος του, η Jeanne μια μικρομεσαία νοικοκυρά , χήρα, σεξεργάτρια που μεγαλώνει μόνη της το παιδί της. Ο Κέιν παρότι αρχικά φτωχός, ταξιδεύει, αλλάζει δουλειές, κινείται. Η Jeanne παραμένει σχεδόν ιδρυματικά εγκλωβισμένη.  Ο Κέιν  είναι το Χόλυγουντ, ακόμα και αν δεν είναι το εμπορικό Χόλυγουντ. Η Jeanne είναι το αποτέλεσμα των θεωριών του ανδρικού βλέμματος που ανέλυσαν το Χόλυγουντ για να το αποδομήσουν. Ίσως λέω,  μετά τους Κέιν, ήρθε η εποχή να μιλήσουν οι φωνές των Jeanne και να νικήσουν! 

Kαλή θέαση! 

Β. 

Διαβάστε ακόμη
Λίγη «Ζαν Ντιλμάν» ακόμη! Κατόπιν αυξημένης ζήτησης, οι Νύχτες Πρεμιέρας προσθέτουν τρίτη προβολή της πολύκροτης ταινίας