Γεννημένη στην Ινδία κατά την διάρκεια της βρετανικής κατοχής, η Βίβιαν Λι γύρισε στα έξι της στην Αγγλία για να πάει σε Καθολικό Παρθεναγωγείο και να πάρει την μόρφωση που η σθεναρά καθολική μητέρα της επιθυμούσε. Από πολύ νεαρή ωστόσο εκδήλωσε την επιθυμία της να γίνει ηθοποιός και με τον ερχομό της οικογένειας στην Αγγλία το 1931, ο πατέρας της την έγραψε στο καλύτερο μέρος να γίνει κανείς ηθοποιός, την Βασιλική Ακαδημία της Υποκριτικής στο Λονδίνο. Κάπου εκεί ωστόσο ατύχησε ο πολύς καθολικισμός, ο Λι γνώρισε τον Χέρμπερτ Κόλμαν, λίγο αργότερα τον παντρεύτηκε και στα είκοσί της βρέθηκε μαμά χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον πια για την υποκριτική.
Εντούτοις από τα μέσα της δεκαετίας του '30 φίλοι και γνωστοί την παρότρυναν να συμμετάσχει σε ταινίες, ο μεγάλος Αλεξάντερ Κόρντα, μαικήνας του μεγάλου προπολεμικού αγγλικού σινεμά την βρήκε ατάλαντη (κι έφαγε το καπέλο του λίγους μήνες μετά), μέχρι να φτάσουμε στο 1937 και το «Fire Over England», όπου έχει κάτι ρομαντικές σκηνές με τον συμπρωταγωνιστή της, τον ερωτεύεται και η σχέση τους, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν θα τελείωνε ποτέ: Ήταν ο Λόρενς Ολίβιε.
Την περίοδο εκείνη και οι δυο τους ήταν γαμήλια δεσμευμένοι, οι σύζυγοί τους δεν τους έδιναν διαζύγιο κι έτσι ο δεσμός θα έμενε μακριά ακόμα από τα φώτα της δημοσιότητας. Παράλληλα ωστόσο ο Ολίβιε θα την διάλεγε για Οφηλία στον θεατρικό του «Άμλετ» - πάντα η Λι ήταν πρωτίστως μια ηθοποιός του θεάτρου. Κάποιοι κινηματογραφικοί ρόλοι πάντως δεν έλειπαν, όπως και ένα πρώτο διάβασμα ενός κάποιου σχεδίου ονόματι «Όσα Παίρνει ο Άνεμος» που είχε ξεκινήσει να συζητείται σαν το μανιακό σχέδιο του Ντέιβιντ Ο. Σέλζνικ, του ανεξάρτητου παραγωγού-τυφώνα της βιομηχανίας. Η Λι από την στιγμή που πρωτοδιάβασε το βιβλίο της Μάργκαρετ Μίτσελ ενημέρωσε τον Αμερικάνο ατζέντη της πως ήθελε τον ρόλο και ιδιωτικά «ενημέρωνε» ότι θα ήταν αυτή που θα έπαιρνε τη Σκάρλετ.
Όπερ και εγένετο. Αρνούμενη να πάει στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» να παίξει παραδίπλα απ' τον Ολίβιε (ο Γουάιλερ δεν την ήθελε Κάθι, ήθελε την Μερλ Όμπερον), άνοιγε τον δρόμο της για την μεταφορά που είχε όλον τον κόσμο στη αναμονή. Η Βίβιαν Λι πέρασε σαν σίφουνας από την Ατλάντα και όσους φοβούνταν πως ήταν «πολύ Αγγλίδα» για τον ρόλο, κέρδισε το πρώτο της Όσκαρ Πρώτου Γυναικείου ρόλου, δήλωσε κιόλας πως δεν την ενδιαφέρει να είναι σταρ αλλά καλλιτέχνις και πήρε τον Λόρενς και γύρισαν στο Λονδίνο.
Εκεί, ανάμεσα στην θεατρική βιρτουοζιτέ του Ολίβιε, τον γάμο τους που τελικά ήρθε τον Αύγουστο του '40 και μια καριέρα που άρχιζε πλέον να ανθεί και για τους δυο, υπήρχε κι ένας παγκόσμιος πόλεμος εν εξελίξει, οπότε να και η «Λαίδη Χάμιλτον» που ένωνε το ζευγάρι, εξυπηρετώντας και το ηθικό των στρατιωτών μιλώντας για την δόξα της, ξανά μαχόμενης, αυτοκρατορίας. Το 1943 η Λι ταξίδευε στην Βόρεια Αφρική για να διασκεδάσει τα στρατεύματα, όταν κατέπεσε με επίμονους πυρετούς και βήχα. Το πρώτο κρούσμα της φυματίωσης είχε συμβεί, ένα χρόνο μετά θα έχανε και το παιδί που εγκυμονούσε από την σχέση της με τον Ολίβιε. Η κατάθλιψη θα την έβρισκε για πρώτη φορά.
Οι ταινίες της εκείνη την εποχή δεν είχαν εμπορική απήχηση, παρότι η «Άννα Καρένινα» (1948), που έκανε υπό τις οδηγίες του Ντιβιβιέ, είναι καθ' όλα αξιοσημείωτη. Την ίδια χρονιά, σε μια ακατάπαυστη 6μηνη τουρνέ της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, στην οποία θα παρουσίαζαν τρία διαφορετικά έργα, η διανοητική υγεία της Βίβιαν θα έπαιρνε την κάτω βόλτα. Αϋπνιακή, κυκλοθυμική κι εξοντωμένη από το πρόγραμμα των εμφανίσεων, θα έφτανε τον εαυτό της και τον Ολίβιε σε συμπεριφορές που θα έκαναν τον τελευταίο να δηλώσει αργότερα πως «στην Αυστραλία έχασα την Βίβιαν»
Ωστόσο, την επόμενη χρονιά θα ερχόταν η πρώτη της επαφή με την Μπλανς ΝτιΜπουά, στο θέατρο, υπό την καθοδήγηση πάντα του συζύγου της. Οι κριτικές εν γένει εξαιρετικές και το Χόλιγουντ έμοιαζε για άλλη μια φορά να λοξοκοιτάζει προς τη μεριά της πάλαι ποτέ αγαπημένης του ντίβας αφού η φιλμική εκδοχή ήταν στα σκαριά. Η Λι ήθελε τον ρόλο όσο λίγες, όμως ο Καζάν είχε τις αντιρρήσεις του, τόσο για την ανάγνωση του ρόλου που είχε κάνει ο Ολίβιε στην αγγλική παράσταση, όσο και για την ίδια τη Λι που δεν τη θεωρούσε αξιόλογη ηθοποιό. Ο Καζάν είχε κάνει λάθος, το κατάλαβε σύντομα από την συνεργασία τους, το δήλωσαν και οι διθύραμβοι (συν το δεύτερο Όσκαρ) για το εύθραυστο, εκθαμβωτικό πέρασμα της Λι από τον ρόλο.
Όμως η δεκαετία του '50 δεν θα ήταν ευγενική. Η Λι στο θέατρο θα εμφανιζόταν συχνά, στο σινεμά όμως μόνο μια φορά ακόμα, στην άδικα ξεχασμένη «Βαθιά Γαλάζια Θάλασσα» του Λίτβακ, μια ταινία - θλιβερό καθρέφτισμα της δικής της ψυχολογίας που ολοένα και περισσότερο θα ήταν αβοήθητη στα κρούσματα της κατάθλιψης. Παρότι η σχέση της με τον Ολίβιε είχε ουσιαστικά λήξει (η Λι εξακολουθητικά του ανακοίνωνε κάθε τόσο έναν νέο της έρωτα), η θεατρική τους συνεργασία συνεχιζόταν. Στα τέλη του '50 η Λι σύναψε σχέση με τον ηθοποιό Τζακ Μέριβεϊλ, λίγο μετά βγήκε το διαζύγιο με τον Ολίβιε (που σχεδόν αμέσως επισημοποίησε την σχέση του με την Τζόαν Πλόουραϊτ, έπαιζαν μαζί στο «Entertainer» του 1960) και το αγαπημένο κορίτσι των τριών βασικών ανδρών της ζωής της (ο πρώτος της σύζυγος, ο Ολίβιε και ο Μέριβεϊλ δεν σταμάτησαν ποτέ να την συντρέχουν) θα έμπαινε, δυσοίωνα, στην δεκαετία του 1960.
«Η Ρωμαϊκή Άνοιξη της Κας Στόουν» (1961 - μ' έναν νεαρό Γουόρεν Μπίτι στο πλάϊ της) και το «Πλοίο των Τρελών» (1965) θα ήταν τα μόνα δύο φίλμ μιας έτσι κι αλλιώς αριθμητικά λιτής κινηματογραφικής καριέρας. Και στα δύο οι ανάσες της Μπλανς θα στοίχειωναν τις ερμηνείες της και οι δύο θα καθρέφτιζαν το γλίστρημα της Βίβιαν Λι στα νύχια της ασθένειά της. Τον Ιούλιο του 1967, μετά από μια ακόμα μάχη με τη φυματίωση, η Λι θα βρισκόταν νεκρή από τον Μέριβεϊλ στο διαμέρισμά τους. Σαν αύριο το απόγευμα, 52 χρόνια πριν, όλα τα θέατρα στο κεντρικό Λονδίνο θα κρατούσαν τα φώτα τους για μια ώρα σβησμένα, προς τιμήν μιας μεγάλης κυρίας του βρετανικού θεάτρου που δάνεισε λίγη από την αίγλη της και στον κινηματογράφο.