Κάποιες φορές, τουλάχιστον από τους ομονοούντες, συγχωρείται ένας τόνος κατάτι πιο προσωπικός, ακόμα και για ανθρώπους που δεν γνωρίσαμε. Η αλήθεια είναι όμως ότι ποτέ ένας άνθρωπος που ζει με τους δημιουργούς, τους λογοτέχνες, τους μουσικούς, τους σκηνοθέτες, τους ερμηνευτές, τους δημιουργούς κάθε είδους των οποίων οι ποιήσεις τον περιλαμβάνουν, δεν λογαριάζει τους ανθρώπους αυτούς σ’ εκείνους που δεν γνώρισε. Αντίθετα, και δίχως ίχνος δραματοποίησης, είναι πολλές οι φορές που έχεις ζήσει κοντύτερα και διαρκέστερα μες τον κόσμο τους μαζί τους, παρά στην ομήγυρη κοινών «πραγματικών» γνωριμιών. Η συναισθηματικότητα ενός φόρου τιμής, ως είθισται σε κάθε έξοδο που θλίβει, οφείλεται στη μνήμη των συναντήσεων στους κόσμους αυτούς. Δηλαδή στη μνήμη των χρόνων που αγάπησες και αγαπάς.
Οπότε είναι λίγο δύσκολο επί της παρούσης να μείνω στα βιογραφικά του Γουίλιαμ Χερτ. Στο ότι ας πούμε ήταν παιδί διαζευγμένων γονιών από τα 6 του, στο ότι ακριβώς πριν 50 χρόνια έμπαινε στην Υποκριτική του Τζουλιάρντ, εγκαταλείποντας τις σπουδές Θεολογίας, στο ότι έζησε μια ταραχώδη ζωή στην δεκαετία του ’80, γεμάτη καταχρήσεις και δύσκολες στιγμές. Ναι, έτσι ακριβώς. Στην δεκαετία για την οποία μένει στην αιωνιότητα, ακόμα και την εφήμερη χολιγουντιανή, στα χρόνια που σημείωνε τρεις διαδοχικές οσκαρικές υποψηφιότητες, αποτελούσε πρωτοσέλιδο, και βραβευόταν διαρκώς, αυτός ο «very private gentleman» ζούσε σαν Κος Χάιντ, σε μια κραιπάλη οινοπνεύματος και ναρκωτικών, που άφησε τελικά κι ένα ανεξίτηλο σημάδι στο σχετικά πρόωρο τέλος του.
H φράση-κλειδί όμως, με πολλαπλή έννοια, είναι αυτή των εισαγωγικών: A Very Private Gentleman. Σαν τον βιβλίο του Μάρτιν Μπουθ, που έδωσε τον αριστουργηματικό «Αμερικάνο» πριν από 12 κιόλας χρόνια, ο Γουίλιαμ Χερτ ήταν ένας άνθρωπος πολύ ιδιωτικός, σοβαρά ιδιωτικός, που δεν θα επέτρεπε «επειδή ήταν ηθοποιός να χαρίσει την ιδιωτικότητά του αυτή, να χάσει την ψυχή του» για την διασημότητα αυτή. Κι ακριβώς αυτό είναι τα χαρακτηριστικό που τον έκανε μοναδική πρωταγωνιστική περίπτωση στην ιστορία του σινεμά – με εν μέρει εκλεκτό του επίγονο έναν ακόμα πολύ ιδιωτικό τζέντλμαν, έναν ακόμα που εγκαταλείπει την διασημότητα όσο πιο συχνά μπορεί, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Κι έναν ακόμα, που χάθηκε τραγικά νωρίτερα: τον Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν.
Αυτή είναι η εκλεκτή κοπή του Γουίλιαμ Χερτ. Και είναι μια κοπή που φέρνει ειδική περιωπή. Είναι το προφίλ ενός ανθρώπου που διαποτίζει τον ρόλο, όντας πάνω από αυτόν, όχι υπηρέτης του (αυτό άλλωστε είναι και ο ορισμός του σταρ), ενώ σύγχρονα ανοιγοκλείνεις έκπληκτος τα μάτια σου διαπιστώνοντας μια τελική ποικιλία ρόλων που σε κάνει να αμφιβάλλεις αν ένα τέτοιο «σταριλίκι» ίσχυε. Ίσχυε και δεν ίσχυε. Όπως ο Χερτ ήταν διάχυτος μέσα στους ρόλους, ήταν και εξαφανισμένος πίσω τους. Επειδή ο άνθρωπος ήταν το υπόδειγμα αυτού που δραπέτευε της αγένειας μιας γρήγορης κατανόησης. Επειδή «δεν ήταν ποτέ εκεί», όπως ακριβώς τα αστέρια που όταν τα βλέπεις έχουν από καιρού χαθεί.
Ο χαρακτήρας του Χερτ ποτίζει ζωογόνα μια χούφτα ρόλων που δεν γίνεται να ξεχάσουμε ποτέ. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Καθηγητή Τζέσαπ στις «Ανεξέλεγκτες Καταστάσεις» του Κεν Ράσελ, ναι στα 30 (!) του αυτό το ντεμπούτο. Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον Νεντ Ρασίν από την «Έξαψη» του Λόρενς Κάσνταν, την ταινία που τον εκτόξευσε σε όλων των ειδών τις φήμες – με ειδικά αυτή του sex symbol να σε κάνει να θλίβεσαι για την αλλαγή των εποχών. Αδύνατον να ξεχάσεις τον Νικ της «Μεγάλης Ανατριχίλας», έναν χαρακτήρα που, επιπόλαια σίγουρα, τον βλέπεις πολύ κοντά στην τότε ψυχή του. Δεν ξεχνώ τον Αρκάντι από το «Έγκλημα στο Γκόρκι Παρκ» του Μάικλ Άπτεντ, θεοί και δαίμονες τι ξεχασμένη ταινία και τι δίδυμο με τον έτερο, κόντρα σκληροτράχηλο Λι Μάρβιν, στα ακόμα πιο πρόωρα τελευταία του κι εκείνος.
Και μετά αρχίζει το βαρύ πυροβολικό, κάθε, μα κάθε, χρόνο, σε ένα επίτευγμα ικανότητας (και τύχης) που παρόμοιό του δύσκολα βρίσκεις – και ούτε ένα στην χολιγουντιανή δεκαετία του ’80: «Το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης», του Έκτορ Μπαμπένκο, συντρίβει το παραδοσιακό σύμβολο του σεξ, τον ντύνει μέσα κι έξω μια drag βασίλισσα, απ’ όλα τα μέρη σ’ ένα κελί της βραζιλιανής δικτατορίας. Μια (ακόμα πιο) «βρώμικη», εξαντλητικά θλιμμένη Μπλάνς, γεμάτη τρόπους και θεατρικότητα, μια απίστευτη παρουσία, ένα μέτρο του υπέρμετρου ταλέντου του, της μεγάλης του τόλμης. Πρώτη υποψηφιότητα και πρώτο Όσκαρ. Μαζί του ήταν ο Ραούλ Τζούλια, άλλη μεγάλη αγάπη μας κι εκείνος, τον διέλυσε ο καρκίνος κι αυτόν τόσο νωρίτερα, κάπου, κάπως μαζί θα είναι πια και πάλι.
Την επόμενη χρονιά «Τα Παιδιά ενός Κατώτερου Θεού», όλος ο κόσμος μιλά γι΄ αυτό τότε, αντιδιαμετρικός ρόλος και εξωφιλμικά κουτσομπολιά για την σχέση του με την Μαρλί Ματλίν – ειρωνικά φέτος ξανά στην επικαιρότητα κι εκείνη λόγω «CODA». Η σχέση τους τρικυμιώδης, καταχρηστική και όλο θερμίδες για τα κουτσομπολιά του τότε και του τώρα. Υποψήφιος για Πρώτο Ανδρικό εδώ.
Το 1987 έρχεται το «Κύκλωμα» του Τζέιμς Λ. Μπρουκς, τρίτη συνεχόμενη υποψηφιότητα, υποδειγματικός ζεν πρεμιέ, αριστοκρατική άνεση, αλλά και…κανονικοποίηση αλα Χόλιγουντ προ το πυλών. Και ο Χερτ, είπαμε (αλλά δεν το ξέραμε τότε), δεν θα το δεχόταν αυτό. Μετά από ένα τέτοιο σερί, απάντησή του θα ήταν ένα «δεν είμαι εδώ για σας»- φιλμικά τουτέστιν το σπουδαίο «Accidental Tourist». Δεκαετίες έλεγες έχουν κυλήσει από την «Έξαψη» (ενώ είναι μόλις 7 χρόνια) και ο Κάσνταν εδώ ξεκινούσε από εκεί που θα τελείωνε εκείνη αν ήταν η ταινία μιας κανονικής σχέσης. Το ενδοφιλμικό αστείο είναι σαφές, αν και πικρότερο από κώνειο: Το σταριλίκι μου τελείωσε, η ζωή μου είναι δική μου. Δεν ξέρω αν ποτέ στην ιστορία ηθοποιός άντεξε να παραιτηθεί τόσο άμεσα, τόσο ριζικά και από την A list και από τις καρδιές των γυναικών (ή και των ανδρών), όσο ο Γουίλιαμ Χερτ από το 1987 στο 1988. Και η ταινία ήταν και παραμένει ένα διαμάντι, γραψίματος, ερμηνειών, τόνου και επίγευσης.
Έκτοτε, με το πράγμα αλλαγμένο, για εμάς τουλάχιστον (εδώ που είμαστε πια, κοντά 1000 λέξεις αργότερα, ξέρουμε ποιοι είμαστε), υπήρξαν ρόλοι που αγαπάμε σε ταινίες που, ενίοτε, λατρεύουμε. Αλλά εδώ είμαστε λιγότεροι. Έξοχη «Alice», του Γούντι Άλεν, πέρασμα. Εκπληκτικό 1991 με «The Doctor» της Ράντα Χέινς (αποτυχία για την κριτική, μερικοί ρομαντικότεροι το πήραμε αλλιώς τότε) και «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου», η πραγματική τελευταία μεγάλη ταινία (όχι απαραίτητα τέλεια) ταινία του Βιμ Βέντερς. «The Plague», το 1992, ξανά γιατρός, ξανά με Ραούλ Τζούλια, αλλά και Ρόμπερτ Ντιβάλ και Σαντρίν Μπονέρ (απέκτησαν κι ένα παιδί μαζί). «Smoke» του Γουέιν Γουάνγκ το 1995, άλλη μια ένδειξη της «ίδιας ευφυΐας» του Χερτ. «Sunshine» το 1999 του Ίστβαν Ζάμπο, άδοξα ξεχασμένο, τι εξαίρετος υποστηρικτικός κι εκεί. Και μετά μια σειρά δεύτερων ρόλων-περασμάτων, άλλοτε επαγγελματικών, άλλοτε πειραγμένων μόλις από την χαρμολύπη του.
Με την επίσης πρόωρα χαμένη Σολβέγκ Ντομαρτέν στο «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου»
Αυτό, εκτιμώ, ήταν το πιο δικό του χαρακτηριστικό, το πειστήριο του «δεν ήταν εκεί» του. Ο Χερτ είχε το πιο πλήρες εκφραστικά λυπημένο χαμόγελο. Την ίδια στιγμή που μια χαρά υπέθαλπε την φυσιογνωμία του, τα μικρά μάτια του είχαν μια φευγαλέα ειρωνική θλίψη, λες κι από ένα αδιόρατο τσίμπημα που μια διαρκής ατέλεια υπέβοσκε. «Ούτε μια στιγμή δεν είναι τέλεια, ούτε μια στιγμή δεν μπορεί να είναι απόλυτα ικανοποιητική», έμοιαζε να λέει, με μια παιγνιώδη αυταρέσκεια κι έναν μόλις ορατό οδυρμό, το πρόσωπό του. Κι άλλος ηθοποιός δεν το συνέλαβε αυτό ποτέ, κατά συρροήν όπως ο Χερτ. Κι αυτό εμπότιζε τους ρόλους με μέλι και βιτριόλι. Κι αυτό τον έκανε ακατάτακτο και τον έκανε και -διστακτικό- σταρ.
Τελευταίος μεγάλος ρόλος –κι ένα ακόμα τσίμπημα για το πόσο ανεκμετάλλευτος υπήρξε τελικά σε κάθε φάση, πλην της πρώτης, της καριέρας του – στο «History of Violence» του Κρόνενμπεργκ, όπου εμφανίστηκε για 8-9 λεπτά, σάρωσε τους πάντες και πήρε μια ακόμα, την τελευταία του, οσκαρική υποψηφιότητα. Έπαιξε σε πολλές ταινίες, πριν και έκτοτε, χαζολόγησε ακόμα και σε Μάρβελ (άλλος τρομακτικός συμβολισμός αυτός, σε ταινία με τον Έντι Νόρτον, το «Incredible Hulk»), όμως στ’ αλήθεια δεν ήταν ποτέ εκεί. Χάριζε μόνο την περιβολή του, καλοστημένη και υπερ-επαρκής πάντα. Αλλά όχι την διάνοιά του. Που με την εξαίρεση ελάχιστων ρόλων, δεν εκτιμήθηκε ποτέ όσο έπρεπε. Χρειάζονται δύο για ένα ταγκό, άλλωστε, και ο Χερτ ούτε θέλησε ποτέ να χάσει την ψυχή του για έναν χορό, ούτε η βιομηχανία ήξερε τις παρτιτούρες για να τον παροτρύνει.
Καληνύχτα κ. Hurt, όνομα και πράμα αυτή η 13η Μαρτίου. Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ.