Στην πρώτη διοργάνωση δε μπορούσε να πει όχι στον ενθουσιασμό των λατινοαμερικάνων, στη δεύτερη ο Μουσολίνι δε δεχόταν άλλη απάντηση, στην τρίτη πέρασε επιτέλους το δικό του. Ο εμπνευστής του Παγκοσμίου Κυπέλλου, Ζιλ Ριμέ, πέτυχε τελικά να διεξαχθεί η διοργάνωση στη Γαλλία, ξεπερνώντας και τον σκόπελο της άτυπης συμφωνίας που υπήρχε και σύμφωνα με αυτήν το Μουντιάλ θα έπρεπε να διεξάγεται εναλλάξ σε Ευρώπη και Αμερική. Η δεύτερη σερί διοργάνωση στην Ευρώπη έκανε έξαλλες Ουρουγουάη και Αργεντινή που αρνήθηκαν να συμμετάσχουν προσθέτοντας τα ονόματά τους πλάι στις ηχηρές απουσίες της Αυστρίας, που προσαρτήθηκε βίαια στη Γερμανία, αλλά και της Αγγλίας που εξακολουθούσε να μην τα βρίσκει με τη FIFA και να αγνοεί το θεσμό.
Στις 15 ομάδες που έφτασαν στη Γαλλία (ήταν 16 με την Αυστρία, όμως οι πολιτικές εξελίξεις τερμάτισαν την πιθανότητα συμμετοχής της), οι 12 ήταν από την Ευρώπη και είχαν ως μόνη σοβαρή απειλή τη Βραζιλία, καθώς οι υπόλοιπες 2 ήταν η Κούβα και οι Ολλανδικές Ανατολικές Ινδίες (η πρώην Ινδονησία) που συμμετείχαν για πρώτη και τελευταία φορά σε Μουντιάλ. Η Βραζιλία είχε στη σύνθεσή της τον Λεονίντας Ντα Σίλβα, τον θεωρούμενο για χρόνια ως κορυφαίο ποδοσφαιριστή της χώρας, μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Πελέ και πήρε για πάντα μαζί του αυτό τον τίτλο. Σε αυτόν, τουλάχιστον σε αρκετά βιβλία που σχετίζονται με την ιστορία του ποδοσφαίρου, πιστώνεται η ανακάλυψη του ανάποδου ψαλιδιού, αν και σήμερα γράφεται συνήθως το προφανές, πως δηλαδή τα στοιχεία που έχουμε είναι ελάχιστα ώστε να πιστωθεί κάτι τέτοιο σε έναν και μόνο παίκτη. Εκεί που οι περισσότεροι συγκλίνουν, είναι πως Λεονίντας τελειοποίησε την κίνηση (άλλωστε και ο ίδιος κάποτε δήλωσε ότι την είδε από άλλον παίκτη) σε σημείο ώστε να γίνει το trademark του, και της έδωσε τη μορφή που ξέρουμε ως σήμερα.
Στο Μουντιάλ της Γαλλίας το 1938 ο Λεονίντας ήταν ο πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης και ηγήθηκε μιας θεαματικής ομάδας που για πρώτη φορά έφτανε κοντά στο τρόπαιο. Το έχασε γιατί στον ημιτελικό με την Ιταλία εμφανίστηκε χωρίς αυτόν, αλλά και με ελάχιστους βασικούς παίκτες, με τη δικαιολογία ότι ξεκουράζονταν για τον τελικό. Είκοσι χρόνια αργότερα, ένας συμπαίκτης του Λεονίντας δήλωσε πως ο βραζιλιάνος άσσος δέχτηκε χρήματα για να μην παίξει, με τον τελευταίο να πηγαίνει την υπόθεση στα δικαστήρια και να δηλώνει συνεχώς πως ποτέ δεν έμαθε τον λόγο που δεν έπαιξε, υπονοώντας πως αν υπήρχε αμαρτωλό παρασκήνιο, αφορούσε άλλους στην ομάδα. Άλλωστε παρέμενε ακόμη μια σπουδαία μορφή στην χώρα, καθώς ασχολήθηκε με τον σχολιασμό αγώνων ποδοσφαίρου ενώ η αναγνωρισιμότητά του έγινε αιτία και για ένα πέρασμα από το σινεμά. Το 1951 στο φιλμ «Suzana e o presidente», μια συμβατική ιστορία επαρχιώτισσας που φτάνει στην πόλη και ερωτεύεται το μελλοντικό αφεντικό της, ο Λεονίντας κρατά έναν βασικό ρόλο που ενώ δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την εξέλιξη της υπόθεσης, λειτούργησε ως μαγνήτης καθώς η ταινία τον δείχνει εν δράσει, κάνοντας ένα από τα διάσημα ψαλιδάκια του.
Η ιστορία του ημιτελικού είναι ένα μέρος αρκετών δόσεων παρασκηνίου που επισκίασε τα όσα έγιναν μέσα στο γήπεδο. Ο Ζιλ Ριμέ, πάνω στο πάθος του να δει τον θεσμό που οραματίστηκε στη χώρα του, δε πήρε στα σοβαρά το γεγονός πως η Ευρώπη ήταν μια ήπειρος που έβραζε. Η Ισπανία διαλύονταν στη δίνη ενός εμφυλίου πολέμου, η Γερμανία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το 1936 τους Ολυμπιακούς Αγώνες ως επίδειξη της ναζιστικής υπεροχής, ενώ τώρα ο Μουσολίνι έστελνε τους παίκτες της χώρας του με σκοπό να τα δώσουν όλα για το όνομά του. Οι Ιταλοί έγιναν δεκτοί με αποδοκιμασίες από μεγάλο μέρος του κοινού που αντιδρούσε στον φασισμό του Ντούτσε και οι αποδοκιμασίες έγιναν μεγαλύτερες όταν στον προημιτελικό με τη Γαλλία οι Ιταλοί εμφανίστηκαν με ολόμαυρη στολή υψώνοντας το χέρι για να χαιρετίσουν φασιστικά κατά την ανάκρουση του ύμνου της. Ο ημιτελικός στιγματίστηκε από τις «περίεργες» απουσίες των αντιπάλων ενώ στον τελικό που έγινε στις 18 Ιουνίου οι Ιταλοί νίκησαν την Ουγγαρία με 4-2, με τον τερματοφύλακα των τελευταίων να δηλώνει στο τέλος «μπορεί να δέχτηκα 4 γκολ από αυτούς αλλά τουλάχιστον έσωσα τις ζωές τους», επιβεβαιώνοντας την ιστορία του τηλεγραφήματος στα αποδυτήρια των Ιταλών, πριν τον αγώνα, όπου ο Μουσολίνι τους ενημέρωνε πως «ή θα κερδίσουν ή θα πεθάνουν».
Ο σκηνοθέτης όμως απλά ήταν ένας υπάλληλος τότε που πληρώθηκε από 2 μεγάλες ομοσπονδίες για να τις παραδώσει μια δουλειά και δεν είχε κάποια αξίωση για δικαιώματα. Η αληθινή αιτία πίσω από το «χαμένο» αυτό φιλμ είναι πως η FIFA δεν είναι και τόσο περήφανη για τις διοργανώσεις του 1934 και 1938 και προσπάθησε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο να μείνει μακριά από άβολες εικόνες που καταγράφηκαν στις διοργανώσεις της. Ο αφελής Λουκό ξεκινά την ταινία με το ματς Γερμανία-Ελβετία κάνοντας κοντινά στους γερμανούς παίκτες την ώρα που χαιρετούν ναζιστικά, κάτι που κάνουν και αρκετοί επίσημοι, ενώ αντίστοιχες εικόνες διακρίνονται στους αγώνες της Ιταλίας. Οι σκηνές αυτές δεν περιγράφουν τίποτα περισσότερο από την κατάσταση της Ευρώπης εκείνης της εποχής, έναν χρόνο πριν το ξεκίνημα του πολέμου, και ακόμη και αν η FIFA θεώρησε πως κάνουν κακό στο image της ίσως θα έπρεπε να φροντίσει να είναι πιο προσβάσιμες σήμερα στο κοινό για την ιστορική υπενθύμιση της πικρής σχέσης μεταξύ των φασιστικών καθεστώτων και του αθλητισμού.
Για την ιστορία, το «Coupe du Monde de Football 1938», που δεν υπάρχει ούτε στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη στο IMDB, διασώζεται σε καλή κατάσταση ως σήμερα και μπορείτε να το δείτε παρακάτω – είναι διαθέσιμο μόνο στη γαλλική γλώσσα. Ο Λουκό τουλάχιστον κατάφερε αργότερα να σκηνοθετήσει την ταινία μιας άλλης μεγάλης αθλητικής διοργάνωσης και είδε το όνομά του να γράφεται πλάι στο «Rendez-vous à Melbourne» του 1957, το επίσημο φιλμ των Ολυμπιακών Αγώνων της Μελβούρνης που είχαν γίνει ένα χρόνο νωρίτερα.
Διαβάστε ακόμη:
Μουντιάλ στο ΣΙΝΕΜΑ #2: Ιταλία 1934, η ομάδα-θαύμα που αγάπησαν οι διανοούμενοι
Μουντιάλ στο ΣΙΝΕΜΑ #1: Ουρουγουάη 1930, ταξίδι στο Νέο Κόσμο