Ένας πτωχευμένος επιχειρηματίας ψάχνει λεφτά προκειμένου να σώσει το σπίτι του από τα χέρια ενός τοκογλύφου στον οποίο χρωστάει. Το σχέδιο υπάρχει στο μυαλό του, όταν όμως μπει σε εφαρμογή, ο Θωμάς (Βασίλης Μπισμπίκης) θα κληθεί να πληρώσει τελικά περισσότερα από όσα πόνταρε.
Η επιστροφή του Οικονομίδη με καινούργια ταινία αποτελεί πάντα είδηση, όχι μόνο γιατί πρόκειται για έναν δημιουργό με φανατικό κοινό, αλλά κυρίως γιατί το σινεμά του αποτελεί προσωπική υπόθεση – δική του και δική μας. Το προσωπικό του θέματος έγκειται στον αναγνωρίσιμο κόσμο του, τους ανάγλυφους χαρακτήρες και τον μικρόκοσμο της νέο-Ελλάδας, στοιχεία οικεία, μοτίβα επαναλαμβανόμενα, ζέστη, ιδρώτας, μπινελίκι, εγκληματίες και μικροκακοποιοί, γυναίκες στη βιοπάλη, ωραίες, μοιραίες, φτωχοδιάβολοι και μεροκαματιάρηδες, Λίντες, Βαγγέληδες, ο Λίτσης, ο Σταμουλακάτος και ο Μουρίκης.
Η σχέση του Οικονομίδη με τον τελευταίο κρατάει από τα παλιά, όπως και με τους περισσότερους ηθοποιούς του με τους οποίους επιλέγει να συνεργάζεται ξανά και ξανά. Στη «Σπασμένη Φλέβα» Μουρίκης και Οικονομίδης έγραψαν από κοινού το σενάριο, με τον Μπισμπίκη, τον Στάθη Σταμουλακάτο και τη Μαρία Καλλιμάνη να επιστρέφουν σε ρόλους που θα μπουν με τη σειρά τους στο πάνθεον των «οικονομίδειων» χαρακτήρων. Ίσως εκεί (και εκεί δηλαδή) να εντοπίζεται η διαχρονική αποδοχή και αξία του σινεμά που κάνει ο Γιάννης Οικονομίδης: στην ελληνική πιστότητα των ιστοριών του, τον ρεαλισμό της διπλανής πόρτας και τους ηθοποιούς-αντιήρωες από τους οποίους ξέρει ακριβώς τι να ζητήσει και εκείνοι ξέρουν ακριβώς τι να του δώσουν.

Το κινηματογραφικό αποτύπωμα της φιλμογραφίας του αποτελεί αντιπροσωπευτικό γνώρισμα της διαχρονικής καλλιτεχνικής αξίας των ταινιών του, πολύ απλά γιατί οι καταστάσεις, οι χαρακτήρες και η ατμόσφαιρα μοιάζουν σύγχρονα ακόμα κι αν οι ταινίες μετράνε ήδη κάμποσα χρόνια. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το «Σπιρτόκουτο», εκεί όπου το (μελλοντικά) γνώριμο σκηνοθετικό ύφος του Οικονομίδη παίρνει σάρκα και οστά. Πρόκειται για μια ταινία αστικής «ασφυξίας» και συναισθηματικού – και όχι μόνο – καύσωνα, εκεί όπου ένας πάτερ φαμίλιας (αξεπέραστος στο ρόλο ο Ερρίκος Λίτσης) συγκρούεται κατά μέτωπο με την οικογένειά του με αφορμή κάποια επιχειρηματικά του σχέδια. Το «Σπιρτόκουτο» είναι μια ταινία του 2003, αν όμως την δει κανείς σήμερα αντιλαμβάνεται πως πρακτικά τίποτα δεν έχει αλλάξει – οι ίδιες οικογενειακές συγκρούσεις, τα ίδια προβλήματα οικονομικής επιβίωσης, τα «μαυρισμένα», από τη ρύπανση και απελπισία, όνειρα είναι ακόμα εδώ.
Προοδευτικά το σινεμά του Οικονομίδη έχει αποτελέσει σήμα κατατεθέν του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και όχι τυχαία. Παλαιότερες ταινίες του όπως ο «Μαχαιροβγάλτης» και «Η Ψυχή στο Στόμα», αλλά και νεότερες («Το Μικρό Ψάρι», «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς») παγίωσαν το προσωπικό του στυλ σαν κάτι που δεν κοπιάρεται μεν, εμπνέει δε. Πόσες φορές δεν έχουμε δει άλλες ελληνικές ταινίες και έχουμε διακρίνουμε μέσα σε αυτές κάτι από το «οικονομίδειο» σύμπαν, από τους «ωμούς» αντί-ήρωες και την τραχιά ατμόσφαιρα;
H διαχρονικότητα στη σινεματική συσχέτιση παρελθόντος/παρόντος στις ταινίες του εξηγείται πάντως και υπό το ευρύτερο πρίσμα της κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής κρίσης που βίωσε (και εξακολουθεί να βιώνει) η χώρα από τα τέλη των '00s, ακόμα δηλαδή κι αν η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε τμήμα μιας γενικευμένης, παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 μέχρι το Euro η Ελλάδα έζησε μέσα στην ίδια δεκαετία την απόλυτη επιτυχία σε επίπεδο εθνικής αυτοπεποίθησης και οικονομικής ευφορίας, αλλά και την ολοκληρωτική της κατάρρευση – πολιτική, οικονομική και κοινωνική.
Διόλου τυχαία το σινεμά του Οικονομίδη αποτελεί «καθρέφτη» της πραγματικότητας μέσα στην οποία γεννιέται, άμεσα συνυφασμένο με τον τόπο δημιουργίας του. Πρόκειται για ιστορίες μπολιασμένες με εγχώρια ελληνικότητα που τραβούν από την καθημερινότητα των τελευταίων δεκαετιών με ανθρώπους σε ηθική κρίση, λαμόγια της νύχτας, θύτες και θύματα, ονειροπόλους και ονειροπαρμένους, ένα συνονθύλευμα ηρώων που έχουν έναν κοινό σκοπό: να ζήσουν για μια ακόμη μέρα.
Πρόκειται για το αποτύπωμα ενός έργου που έχει ξεφύγει εδώ και καιρό από τα κινηματογραφικά (του) όρια. Όσο οι νεότερες γενιές ανακαλύπτουν το σινεμά του και ορκίζονται σε ατάκες και memes από τις ταινίες του, τόσο αποκαλύπτεται και ξεδιπλώνεται ένας δημιουργός που δεν ενδιαφέρεται για καμία τάση και καμία μόδα. Οι κόσμοι του δεν έχουν καμία σχέση με τη μάστιγα του «meta» και την κενή αυτοαναφορικότητα της εποχής - υπάρχεις γιατί κλείνεις το μάτι σε ένα κοινό υποψιασμένο για το τι θες να του πασάρεις; Όχι στο έργο του Οικονομίδη. «Αυτό είναι σινεμά για τον λαό, όχι λαϊκό, δεν είναι το ίδιο» για να παραφράσουμε και τον ΛΕΞ ο οποίος ταιριαστά υπογράφει το ομότιτλο τραγούδι της νέας του ταινίας.
«Πώς τους πετσόκοψες έτσι;» και «τα σκαμπό μου και τα @@ μου» για τα τους λάτρεις των «χρυσών» memes, «Τι θα κάνεις με τη Λίντα, Βαγγέλη;» για τους πιο παραδοσιακούς και «τα ντουί ρε μαλάκα!» για τους γνώστες. Δεκάδες άλλες φράσεις και ατάκες από ταινίες του Οικονομίδη κυκλοφορούν διαρκώς στα κοινωνικά δίκτυα και δεδομένα όλοι μας έχουμε ανταλλάξει σχετικά memes με τους φίλους μας.

Αυτή η ιντερνετική «κατανάλωση» αποτελεί σε έναν βαθμό και μια κανονικότητα που αποδεικνύει την έκταση του έργου του σκηνοθέτη, δρα υποσυνείδητα και πολλές φορές δεν αντιλαμβανόμαστε καν ότι μιλάμε και αστειευόμαστε με πρόζα κινηματογραφική. Είναι η δυναμική των ιστοριών του Οικονομίδη που μπλέκονται με τη δική μας καθημερινότητα, σαν να αποτελούν προέκταση των προσωπικών μας στιγμών, ίσως και επεισοδίων από τη δική μας ζωή. Δεν υπάρχουν πολλοί σκηνοθέτες που μπορούν να καμωθούν πως αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι, μέσω του έργου τους, της καθημερινότητας των πολλών.
Από την άλλη, ο Οικονομίδης πιθανότατα δεν θα καμωνόταν τίποτα έτσι κι αλλιώς – παραμένει διαχρονικά ταπεινός και ειλικρινής απέναντι σε αυτό που κάνει - η αλήθεια όμως είναι πως το στίγμα του έχει ήδη μείνει ανεξίτηλο στην ευρύτερη ποπ κουλτούρα, πέρα από το σινεμά και τα «ελαφρά» παράγωγα των memes.
Τόσο η συνεργασία του με τον ΛΕΞ, που μοιάζει σαν μια φυσική, μουσική συνέχεια των ταινιών του και τούμπαλιν, όσο και η θεατρική μεταφορά ταινιών του, όπως συνέβη στην περίπτωση του «Σπιρτόκουτου» το 2006 αλλά και του «Σπιρτόκουτο: The Musical», όσο και η τεράστια επιτυχία της διασκευής του Ξενόπουλου «Στέλλα Κοιμήσου» του πρώτου του θεατρικού, βαθιά επηρεασμένου από την κινηματογραφική του δουλειά, αποτελούν καλλιτεχνικά δείγματα ενός ανθρώπου σε άμεση επαφή και αέναο διάλογο με το περιβάλλον και τους ανθρώπους γύρω του.
Η ταύτιση του κοινού με τους ήρωες έρχεται μοιραία. Δεν χρειάζεται να έχει μπλέξει κανείς με τον υπόκοσμο για να αισθανθεί τον ατομικό, ηθικό κώδικα που βαραίνει τις πλάτες του Στράτου στο «Μικρό Ψάρι», ούτε και να έχει βιώσει μοιρολατρικά το ξεδίπλωμα μιας - με μαθηματική ακρίβεια - χρονομετρημένης τραγωδίας που δεν έχει καταπιεί ακόμη τα πάντα.
Αρκεί να ανοιχτεί στις πιθανότητες πως όσα βλέπει στην οθόνη, μπορεί να αφορούν τον γείτονα ή τον διπλανό του, κάποτε όμως μπορεί να αφορούν και τον ίδιο, γιατί τελικά είμαστε όλοι πρωταγωνιστές στο «οικονομίδειο» σύμπαν της ζωής μας.
κεντρική φωτογραφία άρθρου: Marilena Anastasiadou
INFO
Η ταινία «Σπασμένη Φλέβα» κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 27 Νοεμβρίου από την Tanweer.





