Δύσκολο να γράψεις αυτή την ώρα - και τι να πρωτοπείς. Είναι μια μόνιμη συνειδησιακή μάχη κάθε απόπειρα ανάλυσης του σινεμά του Ντέιβιντ Λιντς. Kαλείσαι να εξηγήσεις εκείνο που δεν πλάστηκε για να εξηγηθεί. Κι έπειτα θυμάσαι ότι ρόλος σου δεν είναι η επεξήγηση, αλλά να βάλεις σε λέξεις μια αίσθηση που κοινωνήθηκε με εικόνες. Υπάρχουν, όμως, λέξεις για να αποδώσεις την αίσθηση Λιντς; Αν καταφύγεις στον ορθολογισμό, έχασες από τα αποδυτήρια. Αν ζεμεκικά αποδεχτείς την ήττα σου και βουρκωμένος αναφωνήσεις πως «έπρεπε να στείλουν έναν ποιητή», θα το μαζέψεις γρήγορα - κι εκείνος εξήγηση θα φέρει πίσω, καλυμμένη με τον μανδύα της λυρικής λεξιθηρίας. Το σινεμά του Λιντς είναι πλασμένο για να βιωθεί. Ατομικά και με πλήρη αποδοχή ευθύνης της έκθεσης σε κάτι ανοίκεια εγγύτερο και πολύ προσωπικό, με τις αναπόφευκτες παρενέργειές του - μια προβολή της «Χαμένης Λεωφόρου» αρκεί για να ξεκινήσεις το κάπνισμα, μία του «Ιnland Empire» για να το κόψεις.
Ο Ντέιβιντ Λιντς πάλεψε για να αποδείξει ότι δεν είναι ελέφαντας με τα θηρία του Αράκις, διέσχισε με ατίθαση καρδιά τη χαμένη λεωφόρο του ασυνείδητου (και του σινεμά), έχοντας για συντροφιά τις (μπλε) βελούδινες συνθέσεις του Μπανταλαμέντι, και μάς προσκάλεσε στο διπλανό κάθισμα, συνοδηγούς σε ένα παραισθητικό παιχνίδι ταυτοτήτων, λαθροκυνηγούς ονείρων που έγιναν εφιάλτες κι απατηλών εφιαλτών προτιμότερων από προσιτά όνειρα - γιατί αυτοί είμαστε.
Ακολουθεί μια σύντομη φωτογραφική διαδρομή στη φιλμογραφία του, με μερικές νηφάλιες αράδες. Bλέπεις, σε τέτοιες ώρες κάποιοι βρίσκουμε καταφύγιο στη νηφαλιότητα. Κι έπειτα silencio.
-
Κάπως έτσι ο Λιντς μάς άνοιξε την πόρτα στο ασυνείδητό του, έκανε σινεμά τον φόβο εξημέρωσης ενός αρσενικού και αντιμίλησε στον Βάρδο του Έιβον - όχι, κύριε, είμαστε πλασμένοι ΚΑΙ από το υλικό που πλάθονται οι εφιάλτες. (Εraserhead, 1977) -
Η απόρριψη του αιτήματος του «Άλλου» για αποδοχή καταδεικνύει την τερατώδη φύση μας κι αναδεικνύει ταυτόχρονα την ανθρωπιστική πλευρά ενός (κατά βάθος) πολύ τρυφερού δημιουργού, με το πολυχρησιμοποιημένο «Adagio for Strings» του Μπάρμπερ να βρίσκει τη μοναδική αντάξια σεκάνς του. Η φώτο από τα γυρίσματα. (The Elephant Man, 1980) -
Ο ίδιος δεν ήθελε ούτε να μιλάει, ούτε να το βλέπει, αλλά κάποιοι ορκίζονται σ'αυτό μέχρι σήμερα - και κακά τα ψέματα, έχεις να θυμάσαι 5-6 εικόνες παραπάνω σε σχέση με τις ερημικές διαδρομές του Βιλνέβ στον πλανήτη Αράκις, έστω κι αν οι τελευταίες ζητούν τον θαυμασμό και όχι την κατανόησή σου. (Dune, 1980) -
Το «In Dreams» του Ρόι Όρμπισον. Τα κόκκινα χείλη της Ροσελίνι. Η παροξυσμική αντίδραση του Ντένις Χόπερ στη θέα του μπλε βελούδου. Τοποθετώντας το τέλος της αθωότητας (όχι τυχαία) στα έγκατα των αμερικανικών προαστίων, ο Λιντς μας προσκαλεί να αφουγκραστούμε τον «ύποπτο κόσμο» του, με ένα κομμένο αυτί στον ρόλο που θα έπαιζε μεταγενέστερα η πινακίδα του «Twin Peaks». (Βlue Velvet, 1986) -
Όταν θες να κάνεις ταινία για εκείνο που οι Γάλλοι αποκαλούν «amour fou», θα προσκαλέσεις τον τρελό της υποκριτικής, θα τον ντύσεις φετιχιστικά με φιδίσιο τζάκετ και θα απευθύνεις κάλεσμα σε ερωτοχτυπημένους, που πάντα θα ακούγεται πιο βροντερό από αναιδείς (και αδαείς) που γιουχάρουν στο Παλαί. -
Αντιμετωπίστηκε χολερικά, προκαλούσε κι εκείνο, έτσι ερμητικά κλειστό που ήταν, μα εδώ χωρίζεις τον ερωτευμένο από τον φίλο. Αυτόνομα δεν λειτουργεί, με τα χρόνια αναθεωρήθηκε, δεν ξέρουμε αν η πενταετής αποχή οφείλεται στην εχθρική υποδοχή, μα, ως γνωστόν, «αξίζει να υπάρχεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει». (Twin Peaks: Fire walk with Me, 1992) -
Ένας άνδρας επινοεί (;) έναν άλλο για να ξεφύγει από τις Ερινύες, σε μια αγριευτική νυχτερινή διαδρομή που καταλήγει στο σημείο εκκίνησης, σαν το φίδι που τρώει την ουρά του, ψιθυρίζει στο (κομμένο) αυτί μας πως δεν υπάρχει τίποτε πιο ερεθιστικό από το κυνήγι του κινδύνου και τον φόβο του αγνώστου και μας προσκαλεί να συλλάβουμε την αίσθηση, αντί να ακολουθήσουμε τη (μη) γραμμική πορεία των πραγμάτων. Σωστή φιλμική πυριτιδαποθήκη. (Lost Highway, 1997) -
O φακός αφήνει τον έναστρο ουρανό και κατεβαίνει στη Γη κι ένας δημιουργός που έβλεπε τον κόσμο τεθλασμένα, θα ακολουθήσει ευθεία γραμμή, για να κοιτάξει με τα νοτισμένα γαλάζια μάτια του καρατερίστα Ρίτσαρντ Φάρνσγουορθ έναν γαλαξία ανθρώπινων ιστοριών, σαν αυτή του Άλβιν Στρέιτ, και να εμπιστευτεί έναν γαλαξία συναισθημάτων σε όσους τον κέρδισαν με την καλοσύνη τους. (The Straight Story, 1999) -
Η πραγματικότητα είναι το μέρος που πηγαίνουν τα όνειρα για να σαπίσουν. Ή κάπως έτσι, οι επαναληπτικές προβολές, βλέπεις, ποτέ δεν θα μπορέσουν να λύσουν επακριβώς τον γρίφο, μα καθιστούν οικείο το ανοίκειο. Ισως αυτός να ήταν ο στόχος μια καριέρας αφιερωμένης στη χαρτογράφηση του τελευταίου. (Mulholland Drive, 2001) -
Μάς είναι ακόμα δύσκολο να χωνέψουμε ότι εκείνες οι λιντσιανές κραυγές που δεν προκύπτουν από τις φωνητικές χορδές, μα στέλνονται κατευθείαν από το Υπερπέραν, ακούστηκαν για τελευταία φορά εδώ, σε μια ταινία που πλάστηκε για νύχτες που πολεμάς με ανθρωπόμορφους λαγούς κι αμφισβητείς όσα σε οδήγησαν στο σημείο μηδέν, στην ενδοχώρα μιας σκοτεινής συνειδησιακής αυτοκρατορίας. Aδυσώπητο. (Inland Empire, 2006)