Ο Δημήτρης Νάκος στο «Κρέας», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, καταπιάνεται με ένα θέμα, δυστυχώς, πιο επίκαιρο από ποτέ: την ενστικτώδη ανάγκη του ανθρώπου για συγκάλυψη και αποποίηση της ευθύνης.
Οι τρεις κεντρικές φιγούρες της ιστορίας του: ο πατέρας, ο γιος και ο ψυχογιός με αλβανική καταγωγή, είναι εκείνοι που περιγράφουν ωμά και ρεαλιστικά τη ζωή στη σκοτεινή ελληνική περιφέρεια.
Μετά από 14 μικρού μήκους ταινίες που έχουν συμμετάσχει και βραβευτεί σε φεστιβάλ της Ελλάδας και του εξωτερικού, ποιες ήταν οι νέες προκλήσεις που κλήθηκες να αντιμετωπίσεις με την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία;
Δ. Νάκος: Η βασική πρόκληση στην μεγάλου μήκους ταινία είναι ο χρόνος που χρειάζεται να κάνεις υπομονή έως ότου να γίνει. Να είσαι ψύχραιμος περιμένοντας όλες τις χρηματοδοτήσεις μέχρι να συμπληρωθεί το χρηματοδοτικό πλάνο. Αυτό χρειάζεται ψυχραιμία από τη μία και από την άλλη να υπάρχει ένα θέμα που να θέλεις και να σε καίει να το πεις όταν μετά από 5 χρόνια (τόσο χρειάστηκε η δική μας) θα είσαι έτοιμος να κάνεις την ταινία. Να μην έχει παλιώσει μέσα σου, να μην σε έχει κουράσει και να μην το έχεις ξεπεράσει με έναν τρόπο.
Ως προς την σκηνοθεσία, τον τρόπο που επέλεξες να δείξεις αυτό το θέμα, θα μπορούσες να κατονομάσεις κάποιες επιρροές;
Δ.Ν.: Μου αρέσει ο σκληρός τρόπος κινηματογράφησης, στις περιπτώσεις βεβαίως που ταιριάζει στην ιστορία. Σαν αναφορές κινηματογράφησης θα έλεγα το νέο ρουμάνικο κινηματογράφο, επίσης τις ταινίες του Φαρχαντί και των Νταρντέν.
Ο Δημήτρης Νάκος στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας
Όσον αφορά στην ιστορία, προϋπήρχε στη σκέψη σου και εντόπισες τον κατάλληλο χώρο για να την αφηγηθείς ή ο συγκεκριμένος τόπος σου υπαγόρευσε, σε ενέπνευσε να πεις αυτή την ιστορία;
Δ.Ν.: Το πραγματικό location της ταινίας είναι στην Κύμη Ευβοίας, και το αγρόκτημα που είναι το βασικό σετ της ταινίας ανήκει στον πατέρα της γυναίκας μου. Οπότε είναι ένας χώρος που γνωρίζω πάρα πολύ καλά. Τον έχω ζήσει σε μεγάλο βαθμό. Στην περιοχή έχουμε κάνει ήδη τρεις μικρού μήκους ταινίες. Μία από τις οποίες μάλιστα και με τον Παύλο (Ιορδανόπουλο), το «4 Μαρτίου», πριν αρκετά χρόνια. Επομένως, τόσο το βασικό location, όσο και όλο το περιβάλλον της κίνησης στο οποίο επιλέξαμε να γυρίσουμε, ήταν ένας πολύ οικείος χώρος για μένα και ένας τόπος που με τραβούσε με έναν τρόπο να ξαναπώ μια ιστορία εκεί. Αυτό κούμπωσε και με τις πραγματικές ιστορίες των ανθρώπων, καθώς οι περισσότεροι χαρακτήρες βασίζονται σε υπαρκτά πρόσωπα. Όχι όμως και η ιστορία. Η δολοφονία είναι το fiction στοιχείο της ταινίας.
Η αρχική ιδέα ήταν ότι κάποιος αναλαμβάνει την ευθύνη ενός εγκλήματος που έχει διαπράξει άλλος, χωρίς όμως να του αναλογεί καμία ευθύνη.
Υπάρχουν αρκετές ελληνικές ταινίες του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, που δείχνουν την ελληνική περιφέρεια σκοτεινή. Εφόσον γνωρίζεις αρκετά καλά το location της ταινίας, θα έλεγες ότι είναι όντως η ελληνική περιφέρεια dark, ή απλώς εξυπηρετεί την αφήγηση σκοτεινών ιστοριών;
Δ.Ν.: Τη συγκεκριμένη επαρχία την έχω ζήσει σχεδόν 15 χρόνια. Πάω πολύ συχνά κατά τη διάρκεια του έτους και σε διαφορετικές εποχές. Επομένως είναι μία περιοχή που γνωρίζω. Οπωσδήποτε είναι πιο dark γιατί είναι πιο μοναχική. Ειδικά τον χειμώνα. Ωστόσο, δεν ήθελα να δείξω την επαρχία όπως κάνουν συνήθως άνθρωποι που δεν έχουν ζήσει σε αυτήν και την έχουν στο μυαλό τους σαν κάτι πιο παρακμιακό. Ήθελα να δείξω την επαρχία όπως πραγματικά είναι. Για παράδειγμα το μπαρ που υπάρχει στην ταινία είναι πράγματι το μπαρ που υπάρχει στην πλατεία της Κύμης και είναι ένα μοντέρνο μπαρ. Δεν είναι ένα πράγμα σε decadence, όπως ίσως έχουμε στο νου μας ότι είναι όλη η ελληνική επαρχία. Πρόκειται για ένα μείγμα. Πράγματα όντως ξεχασμένα στο χρόνο, πιο αφημένα, αλλά και σημεία που είναι σύγχρονα και θα μπορούσαν να υπάρχουν σε μία μεγάλη πόλη.
Εκτός από το περιβάλλον, η μουσική συνδράμει σημαντικά στο χαρακτήρα της ταινίας. Ήταν κάτι που είχες σκεφτεί εξ αρχής, να δώσεις οργανικό ρόλο στη μουσική επένδυση;
Δ.Ν.: Η μουσική του Κωνσταντή Πιστιόλη είναι η ψυχή της ταινίας. Ήθελα ένα τέτοιο στυλ μουσικής από την αρχή. Πρέπει να ομολογήσω ότι την επιλογή του Κωνσταντή την οφείλω στον Παύλο (Ιορδανόπουλο), ο οποίος ήταν από την πολύ αρχή μέσα στην ιστορία (γι’ αυτό και λένε Παύλο τον ήρωά του). Ο Παύλος μου σύστησε τον Κωνσταντή. Τον γνώριζα σαν μουσικό, αλλά όχι σαν συνθέτη. Είναι ένας πολυοργανίστας. Όλα τα όργανα που ακούγονται στην ταινία τα παίζει ο ίδιος. Και η πορεία σύνθεσης - σκηνοθεσίας ήταν παράλληλη. Εκείνος έβλεπε ολοκληρωμένες σκηνές και έγραψε μουσική πάνω σε αυτές, εγώ εμπνεύστηκα από τη μουσική του Κωνσταντή για σκηνές που δεν υπήρχαν. Παίζει όντως πολύ πολύ σημαντικό ρόλο στην ταινία μας.
Όπως στο σινεμά βλέπουμε την ελληνική περιφέρεια ως πρόσφορο έδαφος για ιστορίες σκληρού ρεαλισμού, βλέπουμε κοινωνικά τον ξένο (στην προκειμένη περίπτωση έναν Αλβανό) ως εξιλαστήριο θύμα ή εύκολο στόχο;
Δ.Ν.: Πολλές φορές θεωρώ ναι. Δεν πιστεύω ότι η κοινωνία έχει προχωρήσει τόσο όσο θα θέλαμε. Ειδικά σε ορισμένες περιοχές συναντάμε το σχήμα του ξένου που γίνεται δικός μας, μέρος της οικογένειάς μας αλλά, όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, ξαναγίνεται πολύ εύκολα ξένος.
Ο Παύλος Ιορδανόπουλος στην επίσημη πρεμιέρα της ταινίας
Η επιλογή του Κώστα Νικούλι στο ρόλο του ψυχογιού Χρήστου υπήρξε εσκεμμένη και πόσο βοήθησαν κάποια κοινά σημεία του ηθοποιού με τον χαρακτήρα;
Δ.Ν.: Η επιλογή ήταν εντελώς συνειδητή. Θεωρώ ότι όταν κάνουμε ρεαλισμό πρέπει να είμαστε όσο πιο κοντά γίνεται στο βίωμα. Και οι δύο, ο ηθοποιός και ο χαρακτήρας, είναι παιδιά που έχουν μεγαλώσει από πολύ μικρά στην Ελλάδα, ουσιαστικά πλήρως ενσωματωμένα στην κοινωνία. Μπορεί ο Κώστας να είναι πολύ περισσότερο καιρό από τον Χρήστο της ταινίας αλλά φέρει το χαρακτηριστικό της αλβανικής καταγωγής, των ανθρώπων που γνωρίζουν τα αλβανικά ως δεύτερη γλώσσα, ενώ μιλούν και σκέφτονται ελληνικά. Τόσο η γλώσσα, όσο και η ψυχολογία ή ο συναισθηματικός κόσμος του ηθοποιού που θα υποδυόταν τον Χρήστο, ήθελα να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στον χαρακτήρα. Επομένως, ο Κώστας (Νικούλι) ήταν η απόλυτη και πρώτη μου επιλογή.
Π. Ιορδανόπουλος: Η αλήθεια είναι ότι τον Κώστα (Νικούλι) τον ξέρω πάρα πολλά χρόνια και τον εκτιμώ πολύ ως ηθοποιό και ως άνθρωπο. Είχαμε συμπέσει σε δραματικές σχολές, σε παρέες, σε δουλειές και φέρουμε αλληλοεκτίμηση για τις δουλειές ο ένας του άλλου. Αυτό που έφερε μέσα στην ταινία, σε συνδυασμό με το ότι γνωρίσαμε τους πραγματικούς ήρωες του χωριού, αυτή η προσωπική εμπειρία του πώς μεγάλωσε στη χώρα μας είχε μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν φέραμε τους ρόλους στα μέτρα μας. Πήγαμε εμείς στα μέτρα των ρόλων, αλλά κρατήσαμε τη μεταξύ μας σχέση. Γιατί το μοναδικό στήριγμα των ηρώων μας στ’ αλήθεια είναι ο ένας για τον άλλο. Ελπίζω αυτό να περνάει και στον θεατή. Ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι έχουν έναν βαθύ δεσμό σαν πραγματικά αδέρφια, τον οποίο αντίστοιχα νιώθω ότι έχω κι εγώ με τον Κώστα.
Και δίπλα στον ξένο, εκτυλίσσεται η ιστορία ενός «δικού μας», του Παύλου. Ποια χαρακτηριστικά συνθέτουν τον Παύλο;
Π.Ιορ: Ο Παύλος γεννήθηκε σε ένα πολύ σκληρό περιβάλλον και η σχέση με τον πατέρα του καθόρισε όλη του τη ζωή. Σε κάθε μεταξύ τους σκηνή βλέπουμε όλο το φάσμα της σχέσης τους. Αυτό το παιδί δεν έχει καμία ελευθερία. Είναι πάντα στη σκιά του πατέρα (Ακύλλας Καραζήσης). Από αυτή τη συνθήκη εγώ έφτιαξα έναν χαρακτήρα στο όριο μιας μετάβασης. Μετά τα γεγονότα της ταινίας αλλάζει όλη του η ζωή. Αλλά αυτή η πίεση για να φτάσουμε στα γεγονότα της ταινίας έχει ξεκινήσει χρόνια. Από όταν ήρθε ο «θετός αδερφός», ο ξένος, στη ζωή του, και έχοντας μεγαλώσει σε μία κλειστή κοινωνία της επαρχίας, κλείνεται και ο ίδιος ολοένα και περισσότερο στον εαυτό του. Αυτό τον οδηγεί στο να βρεθεί πιο κοντά στη συμπεριφορά ατόμων στο φάσμα.
Αλλά το βασικότερο που πρέπει να επισημάνουμε και δεν αφορά μόνο στην προσέγγιση αυτού του χαρακτήρα, είναι αυτό που βασανίζει την κοινωνία ολόκληρη: η έλλειψη αγάπης. Αυτό τον έχει καθορίσει. Ενώ του λένε όλη την ώρα πως είναι ένα ξεχωριστό παιδί, δεν τον έχουν αγαπήσει. Τον έχουν αγαπήσει όπως εκείνοι - οι γονεί ς- νομίζουν ότι «πρέπει». Δεν έχει ενηλικιωθεί, δεν πατά στα πόδια του αυτόνομα. Και αυτό νομίζει ότι κάνει τώρα.
Έτσι τον προσέγγισα, ως έναν άνθρωπο στο περιθώριο, που προσπαθεί να ενταχθεί, να υπάρξει, μέσα στην κοινωνία αλλά και μέσα στην ίδια του την οικογένεια. Έναν άνθρωπο που ενώ έχει πολλά συναισθήματα δεν μπορεί να τα εκφράσει, γιατί δεν του το έχουν μάθει. Άθελά του λέει πολλές αλήθειες. Επίσης τοποθετεί τη λύση των προβλημάτων του στην πολη, πιστεύει πως η ζωή στην πόλη θα είναι καλύτερη από το χωριό και θα τον βοηθήσει να κοινωνικοποιηθεί. Ωστόσο, παραμένει εγκλωβισμένος στις επιλογές των γονιών του, ειδικά του πατέρα του και δεν μπορεί να ξεφύγει.
Τι είναι πιο δύσκολο για τον Παύλο, να αναλάβει την ευθύνη για ένα έγκλημα και τις συνέπειες του νόμου ή ο φόβος που του προκαλεί ο πατέρας του;
Π.Ιορ: Επειδή μιλάμε για ένα παιδί της επαρχίας, που έχει μεγαλώσει μέσα στα χωράφια, μπορεί να μην κατανοεί ακριβώς τις επιπτώσεις των πράξεών του. Από την άλλη μεριά, μέσα από αυτή την πράξη προσπαθεί να πλησιάσει τον πατέρα του. Οριακά ζητιανεύει την αγάπη και το ενδιαφέρον του. Οπότε νομίζω το μόνο που τον νοιάζει είναι να καλύψει αυτό το έλλειμμα αγάπης.
Η αγία ελληνική οικογένεια, που προσφέρει μία παλέτα ρόλων στο ελληνικό σινεμά εδώ και πολλά χρόνια, με κοινό σημείο αναφοράς αυτό το έλλειμμα αγάπης, εξακολουθεί να υπάρχει σήμερα στην ελληνική κοινωνία;
Π.Ιορ: Επειδή έχω την τύχη να είμαι δάσκαλος και να έχω επαφή με νέα παιδιά που μόλις έχουν τελειώσει το Λύκειο, παρατηρώ ότι η αγάπη είναι κάτι πολύ εμπορευματοποιημένο σήμερα. Έτσι, τα παιδιά χάνουν τις πραγματικές αξίες του συναισθήματος, του ενδιαφέροντος, της επικοινωνίας, ειδικά μετά τον covid. Γιατί όταν δεν υπάρχει επικοινωνία, πώς να υπάρξει αγάπη; Ενώ η αγάπη είναι αυτή που κινεί το σύμπαν. Σε αυτό το τόξο των Βαλκανίων που βρισκόμαστε, και που υποφέρει, η ελληνική οικογένεια μπαίνει στο μικροσκόπιο του κινηματογράφου για να φωτιστούν ακριβώς αυτές οι παθογένειες που υπάρχουν ακόμη. Ακόμη και παιδιά που έχουν γεννηθεί σε αστικά ή πιο υγιή περιβάλλοντα απ' αυτό της ταινίας, το ίδιο πράγμα πασχίζουν να βρουν. Επικοινωνία μέσα στην κοινωνία και αγάπη.
Δ.Ν.: Υπάρχει το αίσθημα της ευθύνης, που διατρέχει την ταινία και την κοινωνία. Το ερώτημα είναι κατά πόσο η ευθύνη είναι στον γονέα και μέχρι ποιο σημείο είναι στον γονέα. Από ποιο σημείο και μετά μπορούμε να ζητήσουμε ευθύνη από το παιδί; Ενηλικιώνεται πραγματικά κάποια στιγμή και ποια είναι αυτή;
Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Τορόντο. Μία διαφορετική χώρα και κοινωνία από την ελληνική. Πώς υποδέχθηκε το κοινό την ιστορία;
Π.Ιορ: Για 'μένα ήταν πολύ ενδιαφέρον και εντυπωσιακό πώς μέσα σ' αυτό το Φεστιβάλ-μεγαθήριο μάς συναντούσε κόσμος στον δρόμο και μας έλεγε ότι είδε την ταινία! Και δεν μιλάω για Έλληνες που μένουν στον Καναδά. Και στο Q&A μετά το τέλος της ταινίας έδειξαν ότι αντιλαμβάνονται πλήρως τι έγινε στην ταινία και τι συμβαίνει στην χώρα μας, οπότε πιστεύω ότι κατά κάποιο τρόπο όλοι οι άνθρωποι συνδέονται.
Δ.Ν.: Στο Τορόντο ήταν μία μαγική εμπειρία. Το Φεστιβάλ συμβαίνει παντού, σε όλη την πόλη, και σε 25 σινεμά που προβάλλουν τελείως διαφορετικές ταινίες, από τελείως διαφορετικές περιοχές. Κατά κάποιον τρόπο έχουν συνηθίσει να μην βλέπουν συνηθισμένες, πιο «αμερικάνικες» ας το πούμε ιστορίες. Ωστόσο, θεωρώ ότι αυτό που συμβαίνει στην ουσία της ταινίας, δεν είναι πολύ μακριά ακόμη και από την αμερικανική επαρχία. Την κατάλαβαν πολύ καλά. Εισέπραξαν και τον ρυθμό της ιστορίας και πήραμε πολύ ωραίο feedback από το κοινό.
Άλλωστε θεωρώ ότι μπορεί να ξεκινά από την ελληνική επαρχία στην προκειμένη περίπτωση, αλλά η θεματική είναι παγκόσμια. Η συγκάλυψη της ευθύνης είναι κάτι το οποίο επιζητούν οι ένοχοι άνθρωποι, ενστικτωδώς, 99 φορές στις 100. Πολύ σπάνια αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη. Η πρώτη σκέψη είναι η συγκάλυψη. Στον κόσμο του σήμερα, έναν υποτίθεται πολιτισμένο κόσμο, όπου όμως γίνεται χαμός: αδικίες, πόλεμοι και τόσα άλλα, κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη. Άρα, η ουσία της ταινίας είναι εκεί, μαζί με την έννοια της προδοσίας, είναι κάτι το οποίο που χτυπάει στην καρδιά του κοινού ανεξαρτήτως προέλευσης.
INFO
Η ταινία «Κρέας» κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες από την Feelgood Entertainment.