Σέλεϊ Ντιβάλ (1949-2024): Αποχαιρετισμός στην μούσα του Ρόμπερτ Όλτμαν

Τέσσερεις μέρες μετά τα 75α γενέθλιά της, μια ξεχωριστή παρουσία που όρισε και ορίστηκε από το Χόλιγουντ του ’70, αφήνει πίσω μια αριθμητικά μικρή αλλά διόλου ασήμαντη κληρονομιά. 

Από τον Ηλία Δημόπουλο
Σέλεϊ Ντιβάλ (1949-2024): Αποχαιρετισμός στην μούσα του Ρόμπερτ Όλτμαν

Η Τεξανή Ντιβάλ γεννήθηκε με το χάρισμα μιας φυσικής όψης φτιαγμένη για το θέαμα, ιδίως της εποχής της. Αργότερα τα κριτήρια, και συνεπακόλουθα η ελευθερία της επιλογής, άλλαξαν σε τέτοιο βαθμό που οι ρόλοι της μάλλον πολύ δύσκολα θα ήταν ποτέ πρωταγωνιστικοί. Τι να κάνεις, γι’ αυτό και οι ταινίες ήταν συστηματικά πολύ πιο ενδιαφέρουσες το ’70.

Την ψηλόλιγνη, φωτεινή, με τα τεράστια μάτια Ντιβάλ εντόπισε ο Ρόμπερτ Όλτμαν την περίοδο του Brewster McCloud. Το δέσιμο ήταν άμεσο και η εμπιστοσύνη του Όλτμαν θα επιβεβαιωνόταν, δια της κλιμάκωσής της, διαρκώς μέσα στην επόμενη δεκαετία. Έπαιξε σε 7 ταινίες του, προσωπικά θα την διάλεγα στο Thieves Like Us, η ιστορία στέκει, διόλου αδικαιολόγητα, στον καταπληκτικό ρόλο της στις 3 Γυναίκες. Όπως κάθε μεγάλη ερμηνεία σε κάνει να σκέφτεσαι πώς γράφτηκε γι΄ αυτήν, ίσως όμως τελικά αυτό είναι σεναριοκεντρικό. Εκτιμώ ότι είναι ο ηθοποιός που «ευθύνεται» τελικά. Όπως της είπε κι ο Όλτμαν, «ήξερα πως ήσουν καλή, δεν ήξερα πώς είσαι σπουδαία».

Ανάμεσα στις ταινίες του Όλτμαν πέρασε από την Annie Hall του Γούντι Άλεν, κάπου εκεί ερωτευθήκανε και με τον Πολ Σάιμον, μέχρι που αυτός γνώρισε την Κάρι Φίσερ, οπότε και η Ντιβάλ έπνιξε τον καημό της με τον Ρίνγκο Σταρ. Η σχέση της ζωής της, και ο άνθρωπος που έδωσε στην δημοσιότητά τον θάνατό της, είναι ο Νταν Γκίλροϊ των Breakfast Club, με τον οποίον ήταν σύντροφοι τα τελευταία 35 χρόνια.

Η δεκαετία του ’80 θα έκλεινε ακριβώς το 1980 κατά τρόπο ενδεικτικό τόσο της ιδιαίτερης παρουσίας της, όσο και των offbeat ερμηνειών που χάριζε και έκανε τα έργα να ξεχωρίζουν. Η Λάμψη του Κιούμπρικ είναι ο διασημότερος ρόλος της – και την ταλαιπώρησε πολύ η διαδικασία και ο Κιούμπρικ, λογαριάζοντας μάλιστα ότι η Ντιβάλ δεν υπήρξε ποτέ μια προπονημένη ηθοποιός για τις ανυπολόγιστες εντάσεις του κιουμπρικικού γυρίσματος. Το Ποπάι του Όλτμαν, μια σπουδαία αποτυχία – και μια πολύ αγαπημένη ταινία μεταξύ αυτών που δεν κατάφεραν ποτέ να την καταστήσουν επιτυχία – την ανέδειξε ως Όλιβ Όιλ, έναν ρόλο που σήμερα ας πούμε θα μπορούσε να της εγγυηθεί franchise και merchandise που θα της έλυναν δια παντός όποια οικονομική ανησυχία.

Από το ’80 μια άλλη εποχή ανέτειλε, μια εποχή βιντεοκλίπ και διαφημιστικής αισθητικής που δεν είχε ρόλο για την ασυνήθιστη όψη της. Έτσι οι ρόλοι σχεδόν αυτόματα λιγόστεψαν και έγιναν υποστηρικτικοί. Έπαιξε στο Time Bandits και στο μικρομηκάδικο Frankenweenie, διόλου τυχαία δύο καλλιτεχνών μιας κόμικ αισθητικής (Γκίλιαμ, Μπέρτον), στάθηκε δίπλα στον Στιβ Μάρτιν στην Ρωξάνη (όπου η «επώνυμη» ήταν η Ντάριλ Χάνα) και κάπου εκεί η Ντιβάλ διοχέτευσε την δημιουργικότητά της, πολύ γρήγορα είναι η αλήθεια, στην τηλεόραση όπου και κατέστη creator πολύ ενδιαφερουσών σειρών ανθολογίας (Tall Tales & Legends, Nightmare Classics, Bedtime Stories). Το σινεμά ήταν ήδη πάρεργο.

Το ’96 και το ’97 την κατέγραψε πρώτα στο Πορτρέτο μιας Κυρίας της Κάμπιον, θαυμάσια πραγματικά σε δεύτερο ρόλο, αλλά και παρούσα στο Twilight of the Ice Nymphs του Γκάι Μάντεν, ένα είδος δημιουργού και σινεμά που της ταίριαζε γάντι στην τόσο φωτεινή και παιχνιδιάρική της εκκεντρικότητα. Κάπου εκεί πληθαίνουν τα προβλήματα, μεταξύ των οποίων και αυτά της ψυχικής υγείας, λιγοστεύουν οι ρόλοι, αρχίζουν οι ατυχίες (σε σεισμό καταστράφηκε το σπίτι της), εξαφανίζεται από το θέαμα και την δημοσιότητα και προσπαθεί να ξαναστήσει τη ζωή της. Θα ξανάπαιζε μόνο μια φορά, πέρυσι στο Forest Hills (2023), το οποίο αγνοώ, έπειτα από απουσία 21 ετών.

Υπάρχει μια αίσθηση ότι δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς η Ντιβάλ. Συνέπεσε/ευτύχησε στην δεκαετία που της πήγε γάντι, αλλά κακόπεσε και με μια στροφή της αισθητικής και των προτύπων που ήταν καταδικαστική για ηθοποιούς σαν κι αυτήν, ηθοποιούς που δεν ήταν κομμένοι και ραμμένοι για την σκληρή επιδίωξη της καριέρας. Δεν ευτύχησε να βρεθεί ένας διάδοχος του Όλτμαν ή κάποιοι δημιουργοί πιο φυγόκεντροι που ήρθαν σε χρόνια πολύ ύστερα όταν η ακμή είχε παρέλθει.

Κι όμως. Βλέποντάς την πίσω στην εποχή της ακμής, πριν έρθει η αποπνικτικότητα της Λάμψης, έβλεπες ένα πλάσμα αλλιώτικο, σε έναν δικό του ρυθμό, μια απέραντη γοητεία του ασύμβατου, μια αταίριαστη μελαγχολία (φανταστείτε την στο Safe του Χέινς – κι ας μεγαλούργησε εκεί η Τζούλιαν Μουρ, που αντλεί από τις 3 Γυναίκες της Ντιβάλ πάντως) στην οποία κατρακυλούσε η φύσει χαρούμενη όψη και (Τεξανή) εκφορά της. Τέλος πάντων, στεναχωρηθήκαμε κι εδώ, ησύχασε τουλάχιστον ο άνθρωπος από ποικίλα προβλήματα υγείας που την έκαναν να υποφέρει.  

Γκεράρντο Ερέρο: «Κάθε δημιουργός προσαρμόζει το εκάστοτε έργο στα δικά του θέλω»Αποκλειστικό: Ο Γκλεν Πάουελ και το καστ του «Twisters» μας βάζουν στο «μάτι του κυκλώνα»