Ότι ο Κρουζ είναι ο μεγαλύτερος σταρ όλων των εποχών, κάποιοι ενδεχομένως το αρνούνται ακόμα κι άλλοι έκαναν καιρό να το καταλάβουν. Ίσως μετά τα τρία τελευταία «Mission Impossible» και το «Top Gun: Maverick» (μετά από σχεδόν 40 χρόνια η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία!...), πείστηκαν, καθυστερημένα, οι πιο πολλοί.
Τι θα πει όμως «μεγαλύτερος σταρ»;
Θα πει χρόνος, διάρκεια. Ένας σταρ έχει έναν χρόνο ακμής περίπου 10-15 χρόνια. Ο Χάρισον Φορντ έφτασε, ίσως, τα είκοσι. Ο Τομ Χανκς, γερός και πολύ διαφορετικός αντίπαλος, από τα μέσα του '80 με διαστήματα αφάνειας όμως, πάλι υπολείπεται. Ο Τζον Γουέιν από παλαιότερα ανταγωνίζεται στην ιστορική διάρκεια, έχει τα έργα (και πολύ μεγαλύτερο αριθμό) όμως και πάλι υπολείπεται στα εισιτήρια. Φαντάσου.
Τα χρόνια του Κρουζ στην αιχμή της βιομηχανίας υπερβαίνουν τα 40, οι δεκαετίες πρώτης γραμμής είναι πέντε. Αιχμή και πρώτη γραμμή θα πει να παίρνεις άνοιξη και καλοκαίρι για έξοδο της ταινίας, θα πει να στήνονται σενάρια για σένα, θα πει να πληρώνεσαι αδρά πολύ αφ’ ότου η εποχή των προσωποπαγών παραγωγών και των paychecks έχει ολοκληρωθεί. Θα πει στα 61 σου να σου κάνει first look συμφωνία major στούντιο.
Μεγαλύτερος σταρ θα πει παγκόσμια εμπορική έγκριση/απήχηση. Θα πει επίσης πως έχεις φθάσει εκεί που το βεληνεκές των παραγωγών και η εμβέλεια της παρουσίας σου σε αυτές, υπερτερούν σημαντικά της επιθετικής και χυδαίας tabloid υποκουλτούρας (ο κόσμος την τροφοδοτεί, τα media κάνουν τη πάπια - δεν αφορά τον Τομ Κροζ φυσικά μόνο αυτό το φαινόμενο) που ασχολείται με το μπόϊ, τη θρησκεία, τα μπότοξ και τις σεξουαλικές προτιμήσεις (ενασχόληση που αποδεικνύει επίσης πόσο σταρ είναι) ενός ανθρώπου/ηθοποιού. Ενός μοναδικού βέβαια, που μετέτρεψε την όψη, τις επιλογές και τον τρόπο έκφρασής τους σ’ ένα κυριολεκτικό one man franchise που εξακολουθεί να σε καταπλήσσει με την διάρκεια και την αποτελεσματικότητά του στον λιγότερο επιεική ίσως, στο κοινό αίσθημα, εργασιακό στίβο μάχης, την πολεμική κουλτούρα της διασημότητας και της καλλιτεχνίας.
Πρέπει να υπάρχει ένα λόγος γι’ αυτό κι ο καθένας θα έχει την εκδοχή του.
Για τον γράφοντα ο Κρουζ έχει «παλμαρέ»: Καλές ταινίες, πολύ καλές ταινίες, ψυχαγωγικό σινεμά, ενίοτε σινεμά δημιουργού, ακομπλεξάριστα cameo. Έχει απαράμιλλη δουλειά προώθησης των προϊόντων του, έχει επενδυτικά κότσια να ποντάρει στον εαυτό του εκατομμύρια ως παραγωγός, αλλά περισσότερο (και περισσότερο από κάθε άλλον αν το δεις συνδυαστικά) έχει αρραγή Εικόνα. Μ’ αυτό δεν εννοώ την εικόνα που αντιλαμβάνεται το κίτρινο internet και ο hater σχολιαστής. Εννοώ το ότι ο Κρουζ πασχίζει, ενίοτε και πολύ διαλεκτικά μάλιστα, να συντηρήσει την Εικόνα της αιώνιας νεότητας.
Ο Γουέιν ήταν κάουμποϊ. Η Γκάρμπο απόμακρη. Η Ντίτριχ ντίβα. Ο Χανκς, όπως κι ο Τζίμι Στιούαρτ, «ο δικός μας άνθρωπος». Ο Κάρι Γκραντ δανδής. Ο Ντε Νίρο χαμαιλέων. Ο Ίστγουντ macho. Όλοι τους έπαιξαν μ' αυτό, το πείραξαν, το εξέτρεψαν, πάνω σ' αυτό όμως στήθηκε η περσόνα της διασημότητάς τους.
Ο Κρουζ καταφέρνει να είναι αιώνιο «αγόρι». Παίζει κι αυτός μ' αυτό. Το αγκαλιάζει, το κοροϊδεύει («Edge of Tomorrow»), τρέμει την αυταρέσκειά του («Vanilla Sky»). Η όψη του στην μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού στο «Top Gun», 38 ολόκληρα χρόνια πριν, δεν διαφέρει αναλογικά καθόλου από την όψη του στη μοτοσυκλέτα μεγάλο κυβισμού στα «Mission Impossible».
Βλέποντάς τον να εξακολουθεί αγορίστικα το ίδιο ακριβώς πράγμα, σε μια εντελώς σύγχρονη συσκευασία ψυχαγωγικής ανωτερότητας, και να δείχνει ακριβώς το ίδιο – αν όχι περισσότερο ορεξάτο – παίρνεις την ευεξία μιας αισιοδοξίας πως ο χρόνος έχει κι άλλο τρόπο, ευγενέστερο, να γραφτεί πάνω σου. Έχει κάνει βέβαια συμφωνία με τον διάβολο ο άνθρωπος, είναι σαφές, αλλά μέρος της είναι η ατσαλένια προσήλωσή του στην ιδέα και το σχήμα της καριέρας του.
Ο Τομ Κρουζ είναι μεν ο μεγαλύτερος σταρ όλων των εποχών, αλλά έχει δουλέψει για δαύτην όσο οι περισσότεροι υπόλοιποι μαζί. Πόλακ, Λέβινσον, Στόουν, Ντε Πάλμα, Ρέντφορντ, Τζόρνταν, Σκορσέζε, Πολ Τόμας Άντερσον, Σίνγκερ, Μαν, Σπίλμπεργκ, Κιούμπρικ είναι μόνο οι ηχηροί δημιουργοί που τον χρειάστηκαν – και τους χρειάστηκε κι αυτός. Άλλοι τόσοι, όχι τόσο επίσημα σημαντικοί, πήγαν κάμποσες γραμμές πιο πάνω χάρη στην παρουσία του.
Κι ο Κρίστοφερ ΜακKουάρι τώρα, που όψιμα – και μέσω Κρουζ ακόμα – εκπληρώνει την προσδοκία που γέννησε χρόνια πριν στους «Συνήθεις Υπόπτους» (η κριτική στο σινεμά θέλει υπομονή για να βλέπει εκπληρωμένες ή όχι υποσχέσεις), ξέρει να κοιτά το «φαινόμενο Κρουζ» όπως του αρμόζει: Σαν σπινθηροβόλο αγόρι, σαν αυτάρεσκο überστάρ, σαν δαιμονικά φιλόδοξη μηχανή παραγωγής θεάματος, ακόμα και σαν αγέραστο έκθεμα του χολιγουντιανού μουσείου της Εικονικής ματαιοδοξίας.